εὐαρίθμητος
πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care
English (LSJ)
ον,
A easy to count, i.e. few in number, Hp.Acut.3, Pl. Ap.40d, Smp.179c; τὸ πλῆθος οὐκ εὐ. ἦν J.AJ2.15.1; ὀλίγα καὶ εὐ. Jul.Or.3.102c.
German (Pape)
[Seite 1057] leicht zu zählen, also wenig an Zahl, Plat. Conv. 179 c; Xen. Hipp. 5, 5 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
εὐᾰρίθμητος: -ον, ὁ εὐκόλως ἀριθμούμενος, δηλ. ὀλίγος τὸν ἀριθμόν, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383, Πλάτ. Ἀπολ. 40D, Συμπ. 179C· παρὰ Βυζ., εὐάριθμος, ον, Νικήτ. Χων. σ. 350C, κλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à compter, peu nombreux.
Étymologie: εὖ, ἀριθμέω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐαρίθμητος, -ον)
1. αυτός που αριθμείται εύκολα
2. ο ολιγάριθμος, αυτός που είναι μικρός κατά τον αριθμό («τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν», Ιώσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αριθμητός (< αριθμώ)].