εὐκάματος

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκάμᾰτος Medium diacritics: εὐκάματος Low diacritics: ευκάματος Capitals: ΕΥΚΑΜΑΤΟΣ
Transliteration A: eukámatos Transliteration B: eukamatos Transliteration C: efkamatos Beta Code: eu)ka/matos

English (LSJ)

[κᾰ], ον,

   A of easy labour, easy, κάματος E.Ba.66 (lyr.).    2 εὐ. στέφανοι crowns won by noble toils, APl.4.335.    3 easily enduring fatigue, Philostr. Gym.42.    4 laborious, ἄγρη Nonn.D.5.483; caused by toil, ἱδρῶτες Id.25.28.

German (Pape)

[Seite 1073] κάματος, gute leichte Arbeit, Eur. Bacch. 66; ἔργα, gute Thaten, Epigr. (I, 10); στέφανοι, durch gute Anstrengung erworben, Epigr. in athl. stat. 1 (Plan. 335), u. öfter bei sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκάμᾰτος: -ον, εὔκολος, κόπος, εὔκολος, πόνον ἡδὺν κάματόν τ’ εὐκάματον Εὐρ. Βάκχ. 66· εὐκ. ἔργα, καλῶς εἰργασμένα ἔργα, Ἀνθ. Π. 1. 10· εὐκ. στέφανος, στέφανος κτηθεὶς δι’ εὐγενῶν ἀγώνων, Ἀνθ. Πλαν. 4. 335.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aisé, d’un travail facile.
Étymologie: εὖ, κάματος.

Greek Monolingual

εὐκάματος, -ον (ΑΜ)
αρχ.-μσν.
1. ο κατασκευασμένος με κόπο
2. φιλόπονος, εργατικός, δραστήριος
αρχ.
1. αυτός που απαιτεί λίγο κόπο, ο εύκολος
2. αυτός που υπομένει τους κόπους εύκολα
3. φρ. «εὐκάματοι στέφανοι» — οι στέφανοι που κερδίζονται με ευγενείς αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κάματος «κόπος, αγώνας»].