θέραψ
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
English (LSJ)
ᾰπος, ὁ, poet.,= θεράπων, rare in sg., Epigr.Gr.415.3 (Alexandria): acc., Βακχιακὸν θέραπα (of Anacreon) APl.4.306.10 (Leon.), cf.IGRom.4.1655 (Notium): usu. in nom. pl.,
A θέραπες E.Ion94(anap.), Supp.762, Ion Eleg.2.2, Maiist.14, AP12.229 (Strato): acc. pl. θέραπας in late Prose, Ant.Lib.13.4, 20.5.
German (Pape)
[Seite 1200] απος, ὁ, = Vorigem; οἱ θέραπες Eur. Suppl. 762 Ion 99; Strat. 71 (XII, 229); βακχιακὸν θέραπα Leon. Tar. 37 (Plan. 306).
Greek (Liddell-Scott)
θέραψ: ᾰπος, ὁ, σπάν. ποιητ. τύπος ἀντὶ τοῦ θεράπων, Συλλ. Ἐπιγρ. 4709· αἰτ. θέραπα Ἀνθ. Πλαν. 306. 10· ἀλλὰ συνήθως κατ’ ὀνομ. πληθ. θέραπες, Εὐρ. Ἴωνι 94, Ἱκέτ. 762, Ἴων Χῖος ἐν Ἀποσπ. 2. 2, Ἀνθ. Π. 12. 229, Πολυδ. Ϛ΄, 122.
French (Bailly abrégé)
απος (ὁ) :
c. θεράπων serviteur.
Étymologie: pê de θέρω.
Greek Monolingual
θέραψ, ὁ (Α)
θεράπων («Φοίβου Δελφοὶ θέραπες», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του θεράπων.
ΠΑΡ. θεραπεύω
αρχ.
θεράπιον, θεραπίς.