ἱππόδεσμα
From LSJ
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
English (LSJ)
ων, τά,
A horse-bands, reins, E.Hipp.1225: Adj. δακτύλιοι ἱππόδεσμοι,
A snaffle-rings, IG22.1542.25.
German (Pape)
[Seite 1259] τά, Pferdebänder, Zügel, Eur. Hipp. 1275.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππόδεσμα: -ων, τά, δεσμοὶ ἵππων, ἡνίαι, μόνον ἐν Εὐριπ. Ἱππ. 1225.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
sangle, licol.
Étymologie: ἵππος, δεσμός.
Greek Monotonic
ἱππόδεσμα: -ων, τά (δεσμός), δεσμοί, λουριά αλόγων, ηνία, χαλινάρια, σε Ευρ.