κακκάω

Revision as of 21:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A cacare, Ar.Nu.1384, 1390.

German (Pape)

[Seite 1299] bessere Form für κακάω, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

κακκάω: «κάμνω τὰ κακκά μου», παιδικὴ λέξις, κακκᾶν δ’ ἂν οὐκ ἔφθης φράσαι, κἀγὼ λαβὼν θύραζε ἐξέφερον ἂν καὶ προὐσχόμην σε, «δὲν ἐπρόφθανες νὰ ’πῇς ἔχω κακκὰ καὶ σ’ ἔπαιρνα ἔξω καὶ σὲ κρατοῦσα νὰ τὰ κάμῃς», Ἀριστοφ. Νεφ. 1383 (Βιβλ. κακᾶν), 1390.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. χέζω.
Étymologie: κάκκη.

Greek Monotonic

κακκάω: (κάκκη), cacare, σε Αριστοφ.