κατάνυξις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A stupefaction, bewilderment, ἐπότισας ἡμᾶς οἶνον -νύξεως LXXPs. 59(60).3, cf.Is.29.10. 2 contrition, Just.Nov.137.6Intr.
German (Pape)
[Seite 1366] ἡ, das Zerstechen, bes. geistig, das Verursachen inniger Betrübniß, oder der tiefe Schlag, N. T.; vgl. Ep. ad. (IX, 819).
Greek (Liddell-Scott)
κατάνυξις: -εως, ἡ (κατανύσσω), κέντησις, βαθεῖα λύπη τὴν καρδίαν ἐγγίζουσα, κεντοῦσα· ἔτι «τὴν ἕξιν τῆς ψυχῆς τὴν ἀνιάτως ἔχουσαν καὶ ἀμεταθέτως· πνεῦμα κατανύξεως, ὀφθαλμοὺς τοῦ μὴ βλέπειν» Ἐπιστ. π. Ρωμ. ια΄, 8, Ἰω. Χρυσ. 7. 450· ἐκθάμβωσις, νάρκη τῆς ψυχῆς, λήθαργος.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
componction.
Étymologie: κατανύσσω.
English (Strong)
from κατανύσσω; a prickling (sensation, as of the limbs asleep), i.e. (by implication, (perhaps by some confusion with νεύω or even with νύξ)) stupor (lethargy): slumber.