κηριτρεφής
ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational
English (LSJ)
ές, τρέφω)
A born to misery, ἄνθρωποι Hes.Op.418, cf. Orac. ap. Sch.E.Ph.638.
German (Pape)
[Seite 1433] ές, zum Tode, zum Unglück aufgezogen, sterblich; ἄνθρωποι Hes. O. 420; Orak. bei Schol. Eur. Phoen. 638; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κηριτρεφής: -ές, (τρέφω) συντεθραμμένος ἀθλιότητι, κηριτρεφέων «συντεθραμμένων μοίρᾳ καὶ θανάτῳ» (Σχόλ. Τζέτζ.)· ἄνθρωποι Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 416, Χρησμ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 638. 2) ἐπιφέρων θάνατον, θανατηφόρος, Συνέσ. 329C.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 né pour le malheur, infortuné;
2 qui cause la mort.
Étymologie: κήρ, τρέφω.
Greek Monolingual
κηριτρεφής, -ές (Α)
1. αυτός που γεννήθηκε και ανατράφηκε σε αθλιότητα («ὑπὲρ κεφαλῆς κηριτρεφέων ἀνθρώπων», Ησίοδ.)
2. αυτός που φθείρει την υγεία, αυτός που θανατώνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρι- (< κήρ [Ι]) + -τρεφής (τρέφος < τρέφω), πρβλ. ανεμο-τρεφής, υδατο-τρεφής].