κωλακρέτης
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
ου, ὁ, name of a financial official in early Athens and elsewhere (cf. foreg.), IG12.19.13, al., Arist.Ath. 7.3, Ar.V.695, Av.1541; κωλακρέτου γάλα, comically for the μισθὸς δικαστικός, Id.V.724. (Written κωλαγρ- in Cod. Rav. of Ar., Tim. Lex.; derivation from κωλᾶς ἀγρεῖν or ἀγείρειν perh. implied by Suid.
A s.v. κωλακρέτης.)
German (Pape)
[Seite 1542] ὁ (od. eigtl. κωλαγρέτης, von κωλῆ ἀγείρω, wie auch Tim. lex. Plat. steht), Sammler der Opferstücke, ein uraltes, vorsolonisches Staatsamt in Athen; seit Klisthenes sind die Kolakreten überhaupt ταμίαι τῶν εἰς θεοὺς ἀναλωμάτων, besorgen also auch öffentliche Speisungen u. Opfermahle, bekommen aber von den Opferthieren die Häute u. die Füße; sie zahlen aber auch den Richtersold aus, vgl. Tim. lez., Schol. Ar. Vesp. 695; dah. σὺ δὲ χασκάζεις τὸν κωλακρέτην, du paßt auf den Zahler, um nur deine drei Obolen Richtersold zu bekommen, Ar. ibd.; so stehen Ach. 1541 τὸν κωλακρέτην τὰ τριώβολα neben einander; komisch κωλακρέτου γάλα πίνειν, Vesp. 724, das Geld des Zahlmeisters, mit Anspielung auf ὀρνίθων γάλα. Es waren ihrer zwölf nach der Zahl der Phratrien. Vgl. Böckh Staatshaush. I p. 186 ff. u. Ruhnk. zu Tim. 171. S. auch ἀποδέκτης.
French (Bailly abrégé)
mieux que κωλαγρέτης;
ου (ὁ) :
primit. celui qui dépeçait les victimes ; plus tard colacrétès, fonctionnaire chargé à Athènes de percevoir les frais de justice ou certaines taxes rituelles et d’en appliquer le produit au service du culte.
Étymologie: par assimil. p. κωλαγρέτης, de κῶλον, ἀγείρω.
Greek Monolingual
κωλακρέτης και κωλαγρέτης, ὁ (Α)
1. τίτλος άρχοντα της αρχαίας Αθήνας, καθώς και άλλων πόλεων, ο οποίος ασχολούνταν με τα οικονομικά της πόλης
2. φρ. «κωλακρέτου γάλα»
(κωμικά) δικαστικός μισθός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωλαγρέτης, με αφομοιωτική τροπή του -γ- σε -κ-, < κῶλον «μέλος» + -αγρέτης (< ἀγείρω «συγκεντρώνω, μαζεύω»), πρβλ. μαμαγρέτας. Αρχικά η λ. δήλωνε μάλλον αυτόν που μάζευε τα μέλη (κῶλα) των σφαγίων στις θυσίες].