κωλακρέτης

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωλακρέτης Medium diacritics: κωλακρέτης Low diacritics: κωλακρέτης Capitals: ΚΩΛΑΚΡΕΤΗΣ
Transliteration A: kōlakrétēs Transliteration B: kōlakretēs Transliteration C: kolakretis Beta Code: kwlakre/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, name of a financial official in early Athens and elsewhere (cf. foreg.), IG12.19.13, al., Arist.Ath. 7.3, Ar.V.695, Av.1541; κωλακρέτου γάλα, comically for the μισθὸς δικαστικός, Id.V.724. (Written κωλαγρ- in Cod. Rav. of Ar., Tim. Lex.; derivation from κωλᾶς ἀγρεῖν or ἀγείρειν perh. implied by Suid.

   A s.v. κωλακρέτης.)

German (Pape)

[Seite 1542] ὁ (od. eigtl. κωλαγρέτης, von κωλῆ ἀγείρω, wie auch Tim. lex. Plat. steht), Sammler der Opferstücke, ein uraltes, vorsolonisches Staatsamt in Athen; seit Klisthenes sind die Kolakreten überhaupt ταμίαι τῶν εἰς θεοὺς ἀναλωμάτων, besorgen also auch öffentliche Speisungen u. Opfermahle, bekommen aber von den Opferthieren die Häute u. die Füße; sie zahlen aber auch den Richtersold aus, vgl. Tim. lez., Schol. Ar. Vesp. 695; dah. σὺ δὲ χασκάζεις τὸν κωλακρέτην, du paßt auf den Zahler, um nur deine drei Obolen Richtersold zu bekommen, Ar. ibd.; so stehen Ach. 1541 τὸν κωλακρέτην τὰ τριώβολα neben einander; komisch κωλακρέτου γάλα πίνειν, Vesp. 724, das Geld des Zahlmeisters, mit Anspielung auf ὀρνίθων γάλα. Es waren ihrer zwölf nach der Zahl der Phratrien. Vgl. Böckh Staatshaush. I p. 186 ff. u. Ruhnk. zu Tim. 171. S. auch ἀποδέκτης.

French (Bailly abrégé)

mieux que κωλαγρέτης;
ου (ὁ) :
primit. celui qui dépeçait les victimes ; plus tard colacrétès, fonctionnaire chargé à Athènes de percevoir les frais de justice ou certaines taxes rituelles et d’en appliquer le produit au service du culte.
Étymologie: par assimil. p. κωλαγρέτης, de κῶλον, ἀγείρω.

Greek Monolingual

κωλακρέτης και κωλαγρέτης, ὁ (Α)
1. τίτλος άρχοντα της αρχαίας Αθήνας, καθώς και άλλων πόλεων, ο οποίος ασχολούνταν με τα οικονομικά της πόλης
2. φρ. «κωλακρέτου γάλα»
(κωμικά) δικαστικός μισθός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωλαγρέτης, με αφομοιωτική τροπή του -γ- σε -κ-, < κῶλον «μέλος» + -αγρέτης (< ἀγείρω «συγκεντρώνω, μαζεύω»), πρβλ. μαμαγρέτας. Αρχικά η λ. δήλωνε μάλλον αυτόν που μάζευε τα μέλη (κῶλα) των σφαγίων στις θυσίες].