ὁμόγλωσσος

From LSJ
Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόγλωσσος Medium diacritics: ὁμόγλωσσος Low diacritics: ομόγλωσσος Capitals: ΟΜΟΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: homóglōssos Transliteration B: homoglōssos Transliteration C: omoglossos Beta Code: o(mo/glwssos

English (LSJ)

ον, Att. ὁμόγλωττος,

   A speaking the same tongue, Hdt.8.144, Phld.Po.2.72 ; τινι with one, Hdt.1.57,171, X.Cyr.1.1.5, etc.

German (Pape)

[Seite 333] att. -γλωττος, gleichsprachig, einerlei Sprache redend; τινί, Her. 1, 171. 2, 158; absolut, 8, 144; Xen. Cyr. 1, 1, 5; Sp., wie Luc. de salt. 64.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόγλωσσος: -ον, Ἀττ. -ττος, ὁ ὁμιλῶν τὴν αὐτὴν γλῶσσαν, Ἡρόδ. 8. 144· τινι, μετὰ τινος, ὁ αὐτ. 1. 57, 171, Ξεν. Κύρ. 1. 1, 5, κλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parle la même langue : τινι, que qqn.
Étymologie: ὁμός, γλῶσσα.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμόγλωσσος, αττ. τ. ὁμόγλωττος, -ον)
αυτός που μιλά την ίδια γλώσσα («τὸ Έλληνικὸν ἐὸν ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. ιδιό-γλωσσος].