πιστάκη

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πιστάκη Medium diacritics: πιστάκη Low diacritics: πιστάκη Capitals: ΠΙΣΤΑΚΗ
Transliteration A: pistákē Transliteration B: pistakē Transliteration C: pistaki Beta Code: pista/kh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A pistachio-tree, Pistacia vera, Alciphr.1.22.

German (Pape)

[Seite 619] ἡ, der Pistazienbaum, Alciphr. 1, 22.

Greek (Liddell-Scott)

πιστάκη: [ᾰ], ἡ, τὸ δένδρον τὸ παράγον τὰ πιστάκια ἢ φιστίκια· ὡσαύτως ὁ καρπός, Ἀλκίφρων 1. 22· ― πιστάκια, ων, τά, ὁ καρπὸς τῆς πιστάκης, Διοσκ. 177, Νικ. Θηρ. 891· φέρεται καὶ βιστάκια, φιστάκια, ἴδε Ἀθήν. 649C κἑξ.· ψιττάκια Γεωπ. 10. 12.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
pistachier, arbre.
Étymologie: DELG emprunt oriental d’origine inconnue, cf. persan pista.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
το φυτό πιστακία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανατολικό δάνειο, άγνωστης προέλευσης (πρβλ. περσ. pista), σχηματισμένο με ουρανικό επίθημα -ακ- (πρβλ. αίσ-ακ-ος, εριθ-άκ-η)].