οἴκισις

From LSJ
Revision as of 00:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦsurely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἴκισις Medium diacritics: οἴκισις Low diacritics: οίκισις Capitals: ΟΙΚΙΣΙΣ
Transliteration A: oíkisis Transliteration B: oikisis Transliteration C: oikisis Beta Code: oi)/kisis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A colonization, Th.5.11, 6.4.

Greek (Liddell-Scott)

οἴκῐσις: ἡ, ἡ ὑπὸ ἐποίκων κατάληψις τόπου τινός, ἀποίκισις, Θουκ. 5. 11., 6. 4. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 3.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de fonder une colonie.
Étymologie: οἰκίζω.

Greek Monotonic

οἴκῐσις: ἡ (οἰκίζω), ενίσχυση ντόπιου πληθυσμού με έλευση νέων κατοίκων, αποικισμός, σε Θουκ.