ὀνειρόφρων
From LSJ
τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ,
A versed in dreams and their interpretations, E.Hec.709.
German (Pape)
[Seite 346] sich auf Träume verstehend, Traumdeuter, Eur. Hec. 708.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνειρόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ νοῶν καὶ ἑρμηνεύων ὀνείρους, Εὐρ. Ἑκ. 708.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui comprend et interprète les songes.
Étymologie: ὄνειρος, φρήν.
Greek Monolingual
ὀνειρόφρων, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που καταλαβαίνει και ερμηνεύει τα όνειρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + -φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. πολεμό-φρων].