περιρρομβέω
From LSJ
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
English (LSJ)
A cause to spin round like a top, Plu.Ant.67, Tz. ad Lyc. 310.
Greek (Liddell-Scott)
περιρρομβέω: κάμνω τι νὰ περιστρέφηται ὡς ῥόμβος, Πλουτ. Ἀντών. 67, Τζέτζ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire tournoyer.
Étymologie: περί, ῥομβέω.
Greek Monotonic
περιρρομβέω: μέλ. -ήσω, κάνω κάτι να περιστρέφεται ολόγυρα, όπως η σβούρα, σε Πλούτ.