πλανόδιος

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλανόδιος Medium diacritics: πλανόδιος Low diacritics: πλανόδιος Capitals: ΠΛΑΝΟΔΙΟΣ
Transliteration A: planódios Transliteration B: planodios Transliteration C: planodios Beta Code: plano/dios

English (LSJ)

α, ον,

   A going by by-paths, wandering, h.Merc.75 [πλᾱ-, metri gr.]; cf. πληνοδία.

Greek (Liddell-Scott)

πλανόδιος: -α, -ον, ὁ πορευόμενος δι’ ἀτραπῶν, ἐκτὸς τῆς ὁδοῦ, ὁ περιπλανώμενος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 75 (ἔνθα πλανοδίας) [[[ἔνθα]] πλᾱ-, χάριν τοῦ μέτρου]: ― παρ’ Ἡσυχ., «πληνοδίᾳ... τῇ πεπλανημένῃ τῆς ὀρθῆς ὁδοῦ».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui va par les chemins de traverse.
Étymologie: πλάνος, ὁδός.

Greek Monolingual

-α, -ο / πλανόδιος, -ία, -ον, ΝΑ, ιων. τ. πληνόδιος, Α
αυτός που αποφεύγει τον κυρίως δρόμο και πορεύεται από στενά, από μονοπάτια
νεοελλ.
1. αυτός που περιφέρεται στους δρόμους, που περιπλανιέται («πλανόδιος πωλητής»)
2. φρ. α) «πλανόδιο εμπόριο» — το εμπόριο που διεξάγεται από εμπόρους, αντιπροσώπους, οι οποίοι μετακινούνται από περιοχή σε περιοχή για την εξασφάλιση της πελατείας
β) «πλανόδιοι επιτηδευματίες» — κατηγορία μικροεπιτηδευματιών που ασκούν το επάγγελμἀ τους γυρίζοντας από περιοχή σε περιοχή ή στο ύπαιθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλανῶμαι + ὁδός + κατάλ. -ίος (πρβλ. εισ-όδ-ιος)].