προεκκομίζω
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
English (LSJ)
A carry out beforehand, Hdt.2.63: metaph., ὑπὸ τῆς τύχης -κομισθεὶς ἀναίμακτος Plu.Tim. 37. 2 Med., remove first, τῇ χειρί Hippiatr.75.
German (Pape)
[Seite 718] vorher heraustragen, -schaffen; Her. 2, 63; Plut. Timol. 37.
Greek (Liddell-Scott)
προεκκομίζω: ἐκκομίζω, ἐκφέρω πρότερον, Ἡρόδ. 2. 63, Πλουτ. Τιμολ. 37.
French (Bailly abrégé)
emporter, particul. porter en terre auparavant.
Étymologie: πρό, ἐκκομίζω.
Greek Monolingual
ΜΑ
μσν.
μέσ. προεκκομίζομαι
κινώ, μετακινώ κάτι αρχικά («προεκκομίσασθαι τῇ χειρί», Ιππιατρ.)
αρχ.
μεταφέρω κάτι προηγουμένως («τὸ δὲ ἄγαλμα... προεκκομίζουσι τῇ προτεραίῃ ἐς ἄλλο οἴκημα ἱρόν» Ηρόδ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκκομίζω «μεταφέρω, μετακινώ»].