προσανερωτάω
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
A ask or inquire further, π. ὁποῖα . . Pl.Men.74c, cf. Ruf.Interrog.3, Gal. 11.188.
German (Pape)
[Seite 750] noch dazu befragen; Plat. Men. 74 c; Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
προσανερωτάω: ἐρωτῶ ἢ ἐρευνῶ περαιτέρω, προσέτι, πρ. ὁποῖα..., Πλάτ. Μένων 74C· εἰ... Κλήμ. Ἀλ. 919.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
questionner en outre.
Étymologie: πρός, ἀνερωτάω.
Greek Monotonic
προσανερωτάω: μέλ. -ήσω, ρωτώ ή ζητώ να μάθω περισσότερα, σε Πλάτ.