τριψημερέω

From LSJ
Revision as of 02:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριψημερέω Medium diacritics: τριψημερέω Low diacritics: τριψημερέω Capitals: ΤΡΙΨΗΜΕΡΕΩ
Transliteration A: tripsēmeréō Transliteration B: tripsēmereō Transliteration C: tripsimereo Beta Code: triyhmere/w

English (LSJ)

   A waste the day, Ar.V.849.

Greek (Liddell-Scott)

τριψημερέω: (τρίβω) κατατρίβω μάτην τὸν καιρόν μου, «χασομερῶ», Λατ. tenere tempus, Ἀριστοφ. Σφ. 849· «τριψημερεῖν· στραγγεύεσθαι, καὶ παρέλκειν τὰς ὥρας» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
perdre ses journées ou son temps.
Étymologie: τρίβω, ἡμέρα.

Greek Monotonic

τριψημερέω: (τρῖψαι, ἡμέρα), χάνω την ημέρα μου, χασομερώ, Λατ. terere tempus, σε Αριστοφ.