ὑπαίτιος

From LSJ
Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

Ἐλευθέρου γάρ ἐστι τἀληθῆ λέγειν → Perhibere vera semper ingenuum decet → Die Wahrheit sagen ist des freien Mannes Art

Menander, Monostichoi, 162
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπαίτιος Medium diacritics: ὑπαίτιος Low diacritics: υπαίτιος Capitals: ΥΠΑΙΤΙΟΣ
Transliteration A: hypaítios Transliteration B: hypaitios Transliteration C: ypaitios Beta Code: u(pai/tios

English (LSJ)

ον,

   A under accusation, called to account, τινος or ὑπέρ τινος for a thing, Antipho 4.1.4, 2.2.6; ὑ. τινί responsible to one, liable to be called to account by him, X.Mem.2.8.5; ὑποπτεύσας μή τι πρὸς τῆς πόλεως ὑπαίτιον εἴη Κύρῳ φίλον γενέσθαι that it might be reprehensible in the eyes of the state, Id.An.3.1.5; blameworthy, τῆς ψυχῆς ἡ ἄλογος καὶ παρὰ φύσιν κίνησις ὑ. Ph.2.348, cf.1.19, 136, 2.291; guilty, Agatharch.18; ὑπαίτια ζῴδια hurtful signs of the Zodiac, Ptol.Tetr. 150; τὸ ὑ. πάθος Aët.16.36. Adv. -τίως Ph.1.682, al., Poll.3.139.    2 ἵνα μὴ ὑ. γενώμεθα κινδύνῳ exposed to danger, POxy.1033.18(iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 1180] zur Verantwortung gezogen, unter Anklage, ὑπέρ τινος, Antiph. 2 β 6; τινί, Einem verantwortlich. Xen. Mem. 2, 8, 5; – ὑπαίτιόν ἐστί μοί τι πρός τινα, ich habe eine Verschuldung gegen Einen auf mich geladen, so daß ich der Anklage von seiner Seite ausgesetzt bin, Xen. An. 3, 1, 5; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαίτιος: -ον, ὁ διατελῶν ὑπὸ κατηγορίαν, ὑπόλογος, ὑπεύθυνος, τινος ἢ ὑπέρ τινος, διά τι πρᾶγμα, Ἀντιφῶν 117. 8., 125. 34· ὑπ. τινι, ὑπεύθυνοςὑπόλογος εἴς τινα, Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 5· ὑπαίτιόν ἐστί τινί τι πρός τινος, φέρεται κατηγορία κατά τινος ὑπό τινος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν 3. 1, 5. - Ἐπίρρ. -τίως, Φίλων ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 387Α, Πολύδ. Γ΄, 139.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 exposé à un reproche ; ὑπαίτιός τινι responsable envers qqn;
2 qui peut attirer un reproche : τινι πρός τινος à une personne de la part d’une autre.
Étymologie: ὑπό, αἰτία.

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑπαίτιος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που ευθύνεται για μια πράξη ή για μια κατάσταση, υπεύθυνος
2. (κατ' επέκτ.) ένοχος, φταίχτης
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται υπό κατηγορία, υπόλογος
2. αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος («τῆς ψυχῆς ἡ ἄλογος καὶ παρὰ φύσιν κίνησις ὑπαίτιος», Φίλ.)
3. φρ. α) «ὑπαίτια ζῴδια» — επιβλαβή σημεία του ζωδιακού κύκλου (Πτολ.)
β) «ὑπαίτιος γίγνομαι κινδύνῳ» — εκτίθεμαι σε κίνδυνο πάπ..
επίρρ...
ὑπαιτίως Α
υπό κατηγορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + αἴτιος (< αἰτία), πρβλ. ἀν-αίτιος].