φῦκος
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
English (LSJ)
εος, τό,
A seaweed, wrack, Il.9.7; ὄστρεια . . φῦκος ἠμφιεσμένα Alex.110.2; differing from βρύον in size, Arist.HA603a17, cf. Thphr.HP4.6.2: Ep. dat. pl. φύκεσσι Alcm.6: φ. θαλάσσιον οὖλον orchella-weed, Roccella tinctoria, Dsc.4.99; called φ. πόντιον in Thphr.HP4.6.4; φ. θ. πλατύ peacock's tail, Padina mediterranea, Dsc. l. c.; φ. ὑπόμηκες και' ὑποφοινικίζον Nitrophyllum punctatum, ibid.; φ. ὅμοιον τῇ ἀγρώστει mattress grass-weed, Zostera marina, Thphr.HP4.6.6; φ. πλατύφυλλον, = πράσον 2, ib. 2; φ. τριχόφυλλον ὥσπερ τὸ μάραθον, Cystoseira foeniculosa, ib.3. 2 sedge or weed growing in a lake, Nic.Al.576. II orchil, prepared from φῦκος 1.1 and used as rouge by Greek women, Ar.Fr.320.5, Theoc.15.16, IG5(1).1390.22 (Andania, i B. C.), Alciphr.1.33. III = φυκίς, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1313] τό, Meertang, Seegras, zuerst Il. 9, 7; von βρύον nur der Größe nach verschieden, Arist. H. A. 8, 20 u. Theophr.; Diosc.; Antiphil. 1 (IX, 415). – Auch die Schminke, die aus einer purpurrothen Art des Meertanges bereitet wurde, mit der die Griechinnen die Wangen färbten, um ihnen die Farbe ξανθός zu geben; B. A. 258; E. M.
Greek (Liddell-Scott)
φῦκος: -εος, τό, Λατ. fucus, εἶδος φυτοῦ τῆς θαλάσσης, τὸ «φῦκι», Ἰλ. Ι. 7, Ἀλκμ. 6· ὄστρεια... φῦκος ἠμφιεσμένα Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 2· διαφέρει δὲ τοῦ βρύου μόνον κατὰ τὸ μέγεθος, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 8. 20, 6, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 62. ΙΙ. ἐξ αὐτοῦ κατεσκευάζετο ἐρυθρόν τι χρῶμα, ὅπερ αἱ Ἑλληνίδες μετεχειρίζοντο ὡς κοκκινάδι, φυκιασίδι, Λατ. fucus, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, 5, ἴδε Θεόκρ. 15. 16. κλπ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 232.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 algue;
2 fard rouge.
Étymologie: DELG étym. incertaine.