ἀμαθύνω

From LSJ
Revision as of 12:05, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_3)

Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn

Menander, Monostichoi, 292
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμᾰθύνω Medium diacritics: ἀμαθύνω Low diacritics: αμαθύνω Capitals: ΑΜΑΘΥΝΩ
Transliteration A: amathýnō Transliteration B: amathynō Transliteration C: amathyno Beta Code: a)maqu/nw

English (LSJ)

(ἄμαθος) Ep., only pres., impf., and (in Q.S.14.645) aor.:—

   A level with the dust, utterly destroy, πόλιν Il.9.593; [ἄνδρα] μέγα φωνοῦντα A.Eu.937 (lyr.); ἀ. ἐν φλογὶ σάρκα Theoc.2.26:—Pass., Q.S.2.334.    2 scatter like sand, h.Merc.140.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμᾰθύνω: [ῡ] (ἄμαθος) Ἐπ. ῥῆμα ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., παρατ. καὶ παρὰ Κοΐντ. Σμ. 14. 645 καὶ ἀόρ.: - ποιῶ τι ἰσόπεδον τῇ ἄμμῳ ἢ μεταβάλλω τι εἰς κόνιν, χῶμα, παντελῶς καταστρέφω· πόλιν, Ἰλ. Ι. 593: [ἄνδρα] μέγα φωνοῦντ’, Αἰσχύλ. Εὐμ. 937 (λυρ.): ἀμ. ἐν φλογὶ σάρκα, Θεόκρ. 2. 26: - Παθ., Κόϊντ. Σμ. 2. 334. 2) καθιστῶ τι ὁμαλὸν οὕτως ὥστε νὰ μὴ ὑπάρχῃ οὐδὲ ἴχνος τοῦ πράγματος, ὁμαλίζω, κόνιν, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 140.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. ou ao.
réduire en poussière.
Étymologie: ἄμαθος.

English (Autenrieth)

(ἄμαθος): reduce to dust; πόλιν δέ τε πῦρ ἀμαθύνει, Il. 9.593†.

Spanish (DGE)

(ἀμᾰθύνω)
• Prosodia: [ᾰ-]
1 reducir a polvo o ceniza πόλιν δέ τε πῦρ ἀμαθύνει Il.9.593, κάρφεα πάντ' ἀμαθύνει A.R.3.295, πρὶν τείχεα πάντ' ἀμαθῦναι Q.S.14.645
destruir, aniquilar ὄλεθρος ... (ἄνδρα) μέγα φωνοῦντ' ... ἀμαθύνει A.Eu.937, οὕτω ... ἑνὶ φλογὶ σάρκ' ἀμαθύνοι Theoc.2.26, ἠμάθυνε ... χθόνα ... νασμός Lyc.79, εἰκόνα μορφῆς Nonn.D.34.289, cf. Hsch.
en v. med. reducirse, derrumbarse κρατερὸν δὲ χρόνῳ ἀμαθύνεται ἦτορ Q.S.2.334.
2 cubrir de arena κόνιν δ' ἀμάθυνε μέλαιναν παννύχιος el resto de la noche lo pasó cubriendo de arena la negra ceniza, h.Merc.140.