ἄλοφος

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλοφος Medium diacritics: ἄλοφος Low diacritics: άλοφος Capitals: ΑΛΟΦΟΣ
Transliteration A: álophos Transliteration B: alophos Transliteration C: alofos Beta Code: a)/lofos

English (LSJ)

v. ἄλλοφος.

German (Pape)

[Seite 109] ohne Helmbusch, v. l. Iliad. 10, 258 κυνέην ταυρείην, ἄφαλόν τε καὶ ἄλλοφον, Scholl. Didym. ἄλλοφον: Ἀρίσταρχος ἄλοφον, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι κυνέην μὲν καταχρηστικῶς τὴν ἐκ ταυρείου δέρματος, ἄφαλον δὲ καὶ ἄλοφον κατ' ἐπιτήδευσιν, ἵνα λανθάνῃ κτἑ. – Mel. 115 (VI, 163) πήληξ.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλοφος: Ἐπ. ἄλλοφος, ον, ἄνευ λόφου, Ἰλ. Κ. 258, Ἀνθ. Π. 6. 163· ἀντίθετον τῷ εὔλοφος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans aigrette.
Étymologie: ἀ, λόφος.

English (Autenrieth)

(λόφος), ᾶ before λ: without plume; κυνέη, Il. 10.258†. (See cut under λόφος.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄλοφος, -ον) [[[λόφος]]]
νεοελλ.
(για τόπους) αυτός που δεν έχει λόφους
αρχ.
(για περικεφαλαίες) αυτή που δεν έχει λοφίο.