στέαρ
English (LSJ)
τό, gen. στέατος [v. sub fin.]; contr. στῆρ, PCair.Zen.703.2,6 (iii B.C.), Archig. ap. Gal.12.861, Thd.Bel. 27, gen.
A στῆτος PCair.Zen.176.183 (iii B.C.); also στεῖαρ, gen. στείατος Choerob.in Theod. 1.350 H.:—hard fat, suet, such as ruminating animals have, opp. πιμελή (soft fat), ἐκ δὲ στέατος ἔνεικε μέγαν τροχόν a large cake of suet, Od.21.178; οὔτε πιμελὴν οὔτε στέαρ Arist.PA651a26; τὸ τῶν ἰχθύων σ. πιμελῶδες Id.HA520a21, al. 2 any animal fat, σ. τῆς ἄρκτου Thphr.Od.63; σ. δελφίνων X.An.5.4.28; freq. in LXX (Le.3.15,16,17, al.); also PRev.Laws 50.14 (iii B.C.), PCair.Zen. Il.cc.; so σ. χήνειον, ὀρνίθειον, etc., Dsc.2.76. II = σταῖς (q.v.), dough made from flour of spelt, Hp.Nat.Mul.27 (but σταῖς is prob. l.), Arist.Pr.879a10, Thphr.HP9.20.2, LXX Ps.80(81).17, al., Str.17.2.5 (citing Hdt.2.36, where σταῖς is in our text). [Gen. στέατος disyll., Od. l.c.; στέᾱτι trisyll., Diph.119; cf. στεάτιον.] (Prob. fr. *στᾱyαρ, cf. Skt. styāyate 'congeal, grow hard'.)
German (Pape)
[Seite 931] τό, gen. στέατος, zsgzgn στῆρ, στητός, – 1) stehendes Fett, Talg, wie die wiederkäuenden Thierc haben; nach Arist. H. A. 3, 17 θραυστὸν πάντῃ καὶ πήγνυται ψυχόμενον, u. so von πιμελή unterschieden, w. m. s.; στέατος μέγαν τροχόν, eine große Scheibe Talg, Od. 21, 178. 183; vom Delphin, Xen. An. 5, 4, 28. – 2) = σταίς, Teig von Weizenmehl, VLL., auch Sauerteig. – Eine Fettgeschwulst, = στεάτωμα, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
στέᾰρ: τό, γεν. στέατος [ἴδε ἐν τέλ.]· συνῃρ. στῆρ (Ἀρχιγέν. παρὰ Γαλην. 13. 476· γενικ. στηρὸς Afr. Cest. 294D· ὡσαύτως στεΐαρ. Χοιροβ. 1. 281· (√ΣΤΑ, ἵστημι)· - πάχος σκληρόν, πάχος, «ξύγγι», οἷον ἔχουσι τὰ μηρυκαστικὰ ζῷα, Λατιν. sekum, ἀντίθετον τῷ πιμελὴ (Λατιν. adeps, τὸ μαλακὸν πάχος), ἐκ δὲ στέατος ἔνεικε μὲγαν τροχόν, στρογγύλον πλακοῦντα ἐκ στέατος, Ὀδ. Φ. 178, 183· οὔτε πιμελὴν οὔτε στέαρ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 5, 2· τὸ τῶν ἰχθύων στ. πιμελῶδες ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 17, 3, κ. ἀλλ.· - ἀλλ’ εὑρίσκομεν τὸ στέαρ ἀντὶ τοῦ πιμελὴ παρὰ Ξεν. ἐν Ἀν. 5. 4, 28, κτλ.· οὕτω, στ. χήνειον, ὀρνίθειον Διοσκ. 2. 93. ΙΙ. = σταῖς. φύραμα ἐξ ἀλεύρου ζειᾶς, Ἱππ. 570. 6., 610. 19, Ἀριστ. Προβλ. 4. 21, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 20, 2, ἔνθα ἴδε Schneid. εἰς Στράβ. 823 (ὅστις μνημονεύει Ἡρόδ. 2. 36, ἔνθα παρ’ ἡμῖν κεῖται σταῖς), πρβλ. Ἑβδ. (Δευτ. ΛΒ΄, 14, Ψαλμ. ΠΑ΄, 16, κ. ἀλλ.)· ὡς τἀνάπαλιν σταῖς (ὃ ἴδε) εὕρηται ἀντὶ τοῦ στέαρ. [Ἡ γενικὴ κεῖται ὡς δισύλλ. στέατος ἐν Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ στέᾱτι τρισύλλαβ., Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 38· στεάτιον [ᾱ] ὡς τετρασύλλ., Ἄλεξ. ἐν «Ἐρετρ.» 1].
French (Bailly abrégé)
στέατος (τό) :
1 graisse compacte, lard, suif;
2 graisse, c. πιμελή.
Étymologie: p. *στέϜαρ, cf. ἵστημι.
English (Autenrieth)
στέᾶτος: hardened fat, tallow, Od. 21.178 and 183.