Γοργώ

From LSJ
Revision as of 13:59, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Γοργώ Medium diacritics: Γοργώ Low diacritics: Γοργώ Capitals: ΓΟΡΓΩ
Transliteration A: Gorgṓ Transliteration B: Gorgō Transliteration C: Gorgo Beta Code: *gorgw/

English (LSJ)

ἡ,

   A the Gorgon, i.e. the Grim One (cf. γοργός), Hes.Sc.224, 230: acc. pl., Γοργούς Id.Th.276.—Sg. Γοργώ Il.11.36: gen. Γοργοῦς 8.349, Hes.Sc.224, E.Or.1521, Ion1003, etc.; also Γοργών Id.Rh. 306: gen. Γοργόνος Id.Fr.360.46, Ph.456 (s. v.l.): acc. Γοργόνα Id.Or.1520: pl. Γοργόνες, acc. -ας, are the regul. forms (but v. supr.), Hes.Sc.230, A.Pr.799, al.: gen. Γοργόνων Pi.P.12.7, E.Ba.990 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

Γοργώ: ἡ, (ἴδε ἐν τέλ.)·― ἡ ἀγρία, βλοσυρὰ (πρβλ. γοργός)· αὕτη κατῴκει (κατὰ τὸ Ὀδ. Λ. 635) ἐν τῷ κάτω κόσμῳ, πρβλ. Heinr. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 224. Ὁ Ἡσ. (ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 230) ποιεῖται λόγον περὶ πολλῶν Γοργόνων· ἐνῷ ἐν Θ. 276 ὀνομάζει τρεῖς (θυγατέρας τοῦ Φόρκυος καὶ τῆς Κητοῦς), ἤτοι Εὐρυάλην, Σθεινὼ καὶ Μέδουσαν,― ὧν ἡ τελευταία ἦτο ἡ ἰδίως Γοργώ· ἡ ὀφιοπλόκαμος αὐτῆς κεφαλὴ προσηρμόσθη εἰς τὴν αἰγίδα τῆς Ἀθηνᾶς καὶ πάντες οἱ ἐμβλέποντες ἀπελιθοῦντο, Εὐρ. Όρ. 1520,― Ὁ ὁμαλὸς ἑνικὸς εἶναι Γοργώ, Ἰλ. Λ. 36, Εύρ. Ρήσ. 306, γεν. Γοργοῦς Ἰλ. Θ. 349, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 224, Εὐρ. Ὀρ. 1521, Ἴωνι 1003, κτλ.· δοτ. Γοργοῖ (ἐκ διορθώσεως τοῦ Seidl.) ὁ αὐτ. Ἑκ. 1316· ἀλλ᾿ ὁπόταν τὸ μέτρον ἀπαιτῇ, πτώσεις σχηματίζονται καὶ ἐξ ὀνομαστικῆς Γοργών, δηλ. γεν. Γοργόνος, Εὐρ. παρὰ Λυκούργ. 161. 46· οὕτως ἄνευ ἀνάγκης, ὁ αὐτ. Φοιν. 458· δοτ. Γοργόνι ὁ αὐτ. Ἀλκ. 1118· καὶ ἐν τῷ πληθ. Γοργόνες, αἰτ. –ας καὶ Γοργοὺς (Ἡσ. Θ. 274) εἶναι οἱ μόνοι δόκιμοι τύποι, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 230, Αἰσχύλ. Πρ. 799, Χο. 1048, Εὐμ. 48, Εὐρ.· γεν. Γοργόνων Πίνδ. Π. 12 12, Εὐρ. Βάκχ. 990.

French (Bailly abrégé)

οῦς, οῖ (ἡ) :
Gorgô (la Gorgone), monstre dont la chevelure était faite de serpents entrelacés, et dont le regard pétrifiait.
Étymologie: γοργός.

English (Autenrieth)

οῦς: the Gorgon, a monster that inspired terror by her looks, βλοσυρῶπις, δεινὸν δερκομένη, Il. 11.36.

English (Slater)

Γοργώ sing., the Gorgon Medusa, daughter of Phorkos, slain by Perseus.
   1 τᾶς ὀφιώδεος υἱόν ποτε Γοργόνος Πάγασον (O. 13.63) ἔπεφνέν τε Γοργόνα (P. 10.46) μακρὰ μὲν τὰ Περσέος ἀμφὶ Μεδοίσας Γοργόνος (N. 10.4) Γ]οργόνος. P. Oxy. 2442. fr. 34a. pl. Medusa and her two sisters. v. Εὐρυάλα. τέχνᾳ, τάν ποτε Παλλὰς ἐφεῦρε θρασειᾶν λτ;Γοργόνωνγτ; οὔλιον θρῆνον διαπλέξαισ' Ἀθάνα (supp. Tricl. e. Σ.) (P. 12.7) ]υσε πατέρα Γοργόν[ων Δ. 1. 5.