διικνέομαι

From LSJ
Revision as of 19:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source

Greek (Liddell-Scott)

διικνέομαι: μέλλ. -ίξομαι, ἀόρ. -ικόμην· ἀποθ.·― διέρχομαι, εἰσδύομαι, δι’ ὤτων ποτὶ τὰν ψυχὰν Τίμ. Λοκρ. 101Α, πρβλ. Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 3. 20, 4· διῖκτο ἡ δόξα μέχρι βασιλέως Πλούτ. Δημ. 20· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., διίκεο πείρατ’ ἀέθλων Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 413· ― ἐξικνοῦμαι, φθάνω, ἐπὶ βλημάτων, Θουκ. 7. 79. 2) διηγοῦμαι, ἐκθέτω, ὡς τὸ διέρχομαι, πάντα δ. Ἰλ. Ι. 61, Τ. 186. 3) ἐπὶ χρόνου, παρεμπίπτω, Λόγγ. 1, 4.

English (Autenrieth)

fut. διίξομαι, aor. 2 sing. διίκεο: go through, in narration, Il. 9.61 and Il. 19.186.

Greek Monotonic

διικνέομαι: μέλ. -ίξομαι, αόρ. βʹ -ικόμην·
1. αποθ., διαπερνώ, διεισδύω, εισχωρώ, διέρχομαι, σε Πλούτ.· φθάνω, λέγεται για βλήματα, σε Θουκ.
2. στον προφορικό λόγο, διηγούμαι, εκθέτω, σε Ομήρ. Ιλ.