μεταδαίνυμαι

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταδαίνυμαι Medium diacritics: μεταδαίνυμαι Low diacritics: μεταδαίνυμαι Capitals: ΜΕΤΑΔΑΙΝΥΜΑΙ
Transliteration A: metadaínymai Transliteration B: metadainymai Transliteration C: metadainymai Beta Code: metadai/numai

English (LSJ)

fut. -δαίσομαι (v. infr.),

   A share the feast, σός γε πατὴρ μεταδαίνυται ἡμῖν Il.22.498, cf. Od.18.48; partake of, c. gen. rei, ἵνα δὴ . . μεταδαίσομαι ἱρῶν Il.23.207: abs., Q.S.2.157.

German (Pape)

[Seite 146] (s. δαίνυμι), mitschmausen, an einem Schmause Theil nehmen; οὐ σός γε πατὴρ μεταδαίνυται ἡμῖν, Il. 22, 498, wie Od. 18, 48; – mit dem gen. der Sache, ἵνα δὴ καὶ ἐγὼ μεταδαίσομαι ἱρῶν, Il. 23, 207, Theil nehmen am Opferschmause; – absol., αὐτὸς ὅπως ἐθέλεις μεταδαίνυσο, Qu. Sm. 2, 157.

Greek (Liddell-Scott)

μεταδαίνυμαι: μέλλ. -δαίσομαι· ἀποθ., εὐωχοῦμαι μετά τινος, οὐ σός γε πατὴρ μεταδαίνυται ἡμῖν Ἰλ. Χ. 498, πρβλ. Ὀδ. Σ. 48· μεταλαμβάνω, μετέχω τινός, μετὰ γεν. πράγμ., ἵνα δή... μεταδαίσομαι ἱρῶν Ἰλ. Ψ. 207· ἀπολύτ., Κόϊντ. Σμ. 2. 157. - Παρ’ Ἡσυχ.: «μεταδαίσομαι· εὐωχηθήσομαι».

French (Bailly abrégé)

prendre sa part d’un repas : τινί avec qqn.
Étymologie: μετά, δαίνυμαι, de δαίνυμι.

English (Autenrieth)

fut. μεταδαίσεται, aor. subj. μεταδαίσομαι: feast with, have a share in the feast, ἷρῶν, Il. 23.207.

Greek Monolingual

μεταδαίνυμαι (Α)
1. δειπνώ με κάποιον, συντρώγω («οὐ σός γε πατὴρ μεταδαίνυται ἡμῑν», Ομ. Ιλ.)
2. παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω (α. «ἵνα δὴ καὶ ἐγὼ μεταδαίσομαι ἱρῶν», Ομ. Ιλ.
β. «αὐτὸς ὅπως ἐθέλεις μεταδαίνυσο», Κόιντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + δαίνυμαι «τρώγω»].