From LSJ
Revision as of 23:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Medium diacritics: Low diacritics: η Capitals: Η
Transliteration A: hē̂i Transliteration B: Transliteration C: i Beta Code: h(=|

English (LSJ)

dat. sg. fem. of relat. Pron. ὅς, ἥ, ὅ, in adverb. sense,    1 of Place, which way, where, whither, relat. to τῇ, Il.13.53, 15.46; also in Trag. and Att., S.El.1435; τῇδε . . ᾗ A.Ch.308; ἐκείνῃ . . ᾗ Pl.Phd. 82d; Dor. ᾇ SIG56.28 (Argos, v B.C.).    II of Manner, how, as, ᾗ καὶ Λοξίας ἐφήμισεν A.Ch.558; ᾗ νομίζεται S.OC1603; ᾗ βούλονται Th.8.71, etc.:—not in Hom., unless we read ᾗ θέμις ἐστί for ἣ θέμις, v. θέμις.    2 wherefore, Th.1.25, 2.2,al.    3 in so far as, διαφέρειν τὰ ἑκούσια τῶν ἀκουσίων ᾗ ὁ μὲν . . τῷ δέ . . X.Mem.2.1.18, cf. Pl. Men.72b; ῥήτορες ᾗ ῥήτορες Phld.Rh.2.265S.; ᾗ ἄνθρωπος qua man, Arist.EN1096b2.    III with Sup., ᾗ ἐδύνατο τάχιστα as quickly as he could, X.An.1.2.4, etc.; ᾗ δυνατὸν μάλιστα ib.1.3.15; ᾗ ἄριστον Id.Cyr.2.4.32, etc.; ᾗ ῥᾷστά τε καὶ ἥδιστα Id.Mem.2.1.9; ᾗ ἂν δύνωμαι τάχιστα Id.Cyr.7.1.9.

French (Bailly abrégé)

1adv.
1 avec idée de lieu par où : ᾗ ἔμελλον ὁ Ἕλληνες παριέναι XÉN par où les Grecs devaient s’avancer ; ᾗ ἕκαστος ἐτύγχανε τοῦ νάπους ὤν XÉN dans la partie du bois où chacun se trouvait;
2 avec idée de manière de la manière que, selon que, comme : ᾗ Λοξίας ἐφήμισεν ESCHL comme l’a prédit Loxias ; λουτροῖς τέ νιν ἐσθῆτί τ’ ἐξήσκησαν, ᾗ νομίζεται SOPH elles le baignèrent et le parèrent de vêtements, comme c’est l’usage ; ᾗ βούλονται THC à leur volonté ; ᾗ δυνατόν autant qu’il est possible ; ᾗ ἂν δύνωμαι τάχιστα XÉN le plus vite que je pourrai ; ᾗ δυνατὸν μάλιστα XÉN le plus possible ; ᾗ ἄριστον XÉN le mieux possible;
3 autant que : ᾗ ὁ μὲν ἑκὼν φάγοι XÉN autant qu’il voudrait bien manger.
Étymologie: dat. sg. fém. de ὅς.
2dat. sg. fém. de l’adj. possess. ὅς, p. ἑός;
3ᵉ sg. sbj. ao. Act. de ἵημι.

English (Autenrieth)

where (whither), as; dat. fem. of the rel. pron., used as adv., Il. 12.389, Il. 15.46, Il. 9.310.

Greek Monotonic

ᾗ: δοτ. θηλ. ενικ. της αναφορ. αντων. ὅς, , , σε Όμηρ.· συχνά με επιρρημ. σημασία·
I. χρησιμοποιείται για τόπο, σε όποιο μέρος, όπου, συγγενές με το δεικτικό τῇ, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
II. 1. χρησιμοποιείται για τρόπο, όπως, ᾗ καὶ Λοξίας ἐφήμισεν, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.
2. γι' αυτό, εξαιτίας αυτού, Λατ. quare, στον ίδ.
3. = καθ' ὅτι, ὡς, Λατ. qua, quatenus, σε Ξεν.
III. συνδυαζόμενο με υπερθ.· ᾗ ἐδύνατο τάχιστα, όσο γρήγορα μπορούσε, στον ίδ.· ᾗ ῥᾶστά τε καὶ ἥδιστα, στον ίδ.
• ᾗ: δοτ. θηλ. ενικ. της κτητ. αντων. ὅς, , ὅν, δικός του, δική του, δικό του.