θεμόω

From LSJ
Revision as of 19:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεμόω Medium diacritics: θεμόω Low diacritics: θεμόω Capitals: ΘΕΜΟΩ
Transliteration A: themóō Transliteration B: themoō Transliteration C: themoo Beta Code: qemo/w

English (LSJ)

only in phrase [νῆα] θέμωσε . . χέρσον ἱκέσθαι

   A drove the ship ashore, stranded her, Od.9.486; but in ib.542, drove her landwards, i.e. towards her destination: cf. θεμούς· διαθέσεις, παραινέσεις, Hsch., who also has θεμῶν· θελήμων.

German (Pape)

[Seite 1195] zum Gesetz (θέμις) machen u. dadurch nöthigen, übh. zwingen, Od. 9, 486. 542; Hesych. erkl. ἠνάγκασε u. ἐγγίσαι ἐπσίησε, indem er den Zusammenhang der Stellen vor Augen hat.

Greek (Liddell-Scott)

θεμόω: λέξις ἀπαντῶσα μόνον ἐν τῇ φράσει νῆα... θέμωσε χέρσον ἱκέσθαι Ὀδ. Ι. 486, 542˙ τινὲς τῶν ἑρμηνευτῶν ἡρμήνευσαν τὸ θέμωσε διὰ τοῦ ἠνάγκασε, ἐβιάσατο, ἠνάγκασεν, ἐβίασε τὸ πλοῖον νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν ξηράν˙ ἕτεροι ἁπλῶς, «ἐγγίσαι ἐποίησεν» εἰς τὴν ξηράν˙ ὁ Ἡσύχ. ἔχει: θεμὸς διάθεσις.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. 3ᵉ sg. poét. θέμωσε;
mettre en état de, avec l’inf..
Étymologie: R. Θε, poser, placer ; cf. τίθημι.

English (Autenrieth)

only aor., θέμωσε, caused, w. inf., Od. 9.486 and 542.

Greek Monotonic

θεμόω: Επικ. αόρ. αʹ θέμωσα, οδηγώ ή φέρνω· νῆα θέμωσε χέρσον ἱκέσθαι, ώθησα, έσπρωξε το πλοίο για να βγει στην ξηρά ή απλά, το έφερε στη στεριά, σε Ομήρ. Οδ.