ἐπιγουνίς

From LSJ
Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιγουνίς Medium diacritics: ἐπιγουνίς Low diacritics: επιγουνίς Capitals: ΕΠΙΓΟΥΝΙΣ
Transliteration A: epigounís Transliteration B: epigounis Transliteration C: epigounis Beta Code: e)pigouni/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A part above the knee, great muscle of the thigh, taken as a sign of strength and vigour, κεν . . μεγάλην ἐπιγουνίδα θεῖτο he would grow a stout thigh-muscle, Od.17.225; οἵην ἐπιγουνίδα φαίνει 18.74,cf. Theoc. 26.34, Alciphr.3.19, Philostr.Im.2.24; prob. in this sense in A.R.3.875.    II. = ἐπιγονατίς, knee-pan, Hp.Art.70,77, Philostr.Gym.35; knee, Arat.254,614.

German (Pape)

[Seite 933] ίδος, ἡ, der Theil oberhalb des Kniees, Lende, Od. 17, 225. 18, 74; Theocr. 26, 34 u. Sp. – Bei Hippocr. = ἐπιγονατίς, Kniescheibe. – Bei Ap. Rh. 3, 375 u. a. sp. D., wie Paul. Sil. 7 (V, 255), das Knie selbst.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιγουνίς: -ίδος, ἡ (γόνυ) τὸ ὑπεράνω τοῦ γόνατος μέρος, ὁ μέγας μῦς τοῦ μηροῦ, θεωρούμενος ὡς σημεῖον ἰσχύος καὶ ἀκμῆς, καί κεν ὀρὸν πίνων μεγάλην ἐπιγουνίδα θεῖτο, ἤθελε κάμῃ στιβαρούς μηρούς, Ὀδ. Ρ. 225· οἵην ἐκ ῥακέων ὁ γέρων ἐπιγουνίδα φαίνει Σ. 74, πρβλ. 67, Θεόκρ. 26. 34, Λουκ. Ἡρακλ. 8. Ἀλκίφρων 3. 19. ΙΙ. = ἐπιγονατίς, τὸ ἐπὶ τοῦ ἁρμοῦ τοῦ γόνατος ὀστοῦν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 832· = τὸ γόνυ, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 875.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
cuisse.
Étymologie: ἐπί, γόνυ.

English (Autenrieth)

ίδος (γόνυ, ‘above the knee’): thigh; μεγάλην ἐπιγουνίδα θεῖτο, ‘grow a stout thigh,’ Od. 17.225. (Od.)

Greek Monolingual

ἐπιγουνίς, η (Α)
1. μυς του μηρού πάνω από το γόνατο
2. επιγονατίδα
3. γόνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γουν-ίς (< γούνυ, ιων. παράλλ. τ. του γόνυ)].