κολῳάω
From LSJ
κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)
English (LSJ)
(κολῳός)
A brawl, scold, Il.2.212; Ion. κολῳέω Antim.37.
German (Pape)
[Seite 1476] lärmen, schelten, Il. 2, 212, vom Thersites; s. Buttmann Lexil. I p. 158 ff. – Vgl. κολῳός u. κολοιάω.
Greek (Liddell-Scott)
κολῳάω: (κολῳὸς) ἐρίζω μεγαλοφώνως, «μαλλώνω», ποιῶ θόρυβον, ὀνειδίζω, Ἰλ. Β. 212˙ Ἰων. κολῳέω, Ἀντίμαχος παρ’ Εὐσταθ. 205, 6. (Διάφορον τοῦ κολοιάω).
French (Bailly abrégé)
-ῳῶ;
pousser un cri rauque.
Étymologie: κολοιός.
English (Autenrieth)
(κολῳός), ipf. ἑκολῴᾶ: bawl, Il. 2.212†.
Greek Monotonic
κολῳάω: (κολῳός), διαπληκτίζομαι, καβγαδίζω, κατσαδιάζω, αποπαίρνω, σε Ομήρ. Ιλ.