Λέλεγες
From LSJ
English (Autenrieth)
a piratical tribe on the south and west coast of Asia Minor, Il. 10.429, Il. 21.86.
Greek Monolingual
οι (Α Λέλεγες)> ληστρικός και περιπλανώμενος λαός, υπόλειμμα προελληνικών πληθυσμών της Ελλάδας και της Μικράς Ασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. Λέ-λεγες προήλθε με διπλασιασμό (πρβλ. Βάρβαροι). Η λ. συνδέεται πιθ. με τα λαλαγῶ, λαλῶ «φλυαρώ», οπότε θα είχε τη σημ. «οι φλύαροι», ιδιότητα που τους αποδόθηκε πιθ. επειδή η γλώσσα τους ως ξένη δεν ήταν κατανοητή. Κατ' άλλους, η λ. Λέ-λεγ-ες συνδέεται με το πρωτοχατταϊκό πρόθημα λε-. Τέλος, κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με τους τ. ἔλεγος, ἐλελεῦ.