θύσθλα

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θύσθλα Medium diacritics: θύσθλα Low diacritics: θύσθλα Capitals: ΘΥΣΘΛΑ
Transliteration A: thýsthla Transliteration B: thysthla Transliteration C: thysthla Beta Code: qu/sqla

English (LSJ)

ων, τά, (θύω)

   A sacred implements of Bacchic orgies, Il.6.134; θύσθλοις παιομένους Jul.Or.7.209d.    II the Bacchic festival itself, Opp.C.1.26: also in sg., Plu.2.501f.    III generally, sacrifice, θ. καταίθειν Lyc.459, cf. 720,929, Orph.A.904, etc.

German (Pape)

[Seite 1228] τά (θύω), die heiligen Geräthe zum Bacchusdienst, Thyrsusstäbe, Fackeln u. dgl.; αἱ (die Bacchantinnen) δ' ἅμα πᾶσαι θύσθλα χαμαὶ κατέχευαν Il. 6, 133, Schol. u. Suid. κράδαι βακχικαὶ ἤτοι συκῆς φύλλα; den sing. braucht Plut. animi an corp. aff peior. 4 für Bacchusfeier; vgl. Opp. Cyn. 1, 26. – Uebh. Opfer, Orph. Arg. 907 Lycophr. 459.

Greek (Liddell-Scott)

θύσθλα: -ων, τά, (θύω) τὰ κατὰ τὰς Βακχικὰς τελετὰς χρησιμεύοντα πράγματα, ὡς π.χ. οἱ θύρσοι, οἱ πυρσοί, κτλ., τὰ ὁποῖα ἔφερον αἱ μαινομένοιο Διωνύσοιο τιθῆναι Ἰλ. Ζ. 134. ΙΙ. αὐτὴ ἡ Βακχικὴ τελετή, Ὀππ. Κυν. 1. 26· ― ὡσαύτως καθ’ ἑνικ., Πλούτ. 2. 501Ε. ΙΙΙ. καθόλου, πᾶσα θυσία, θ. καταίθειν Λυκόφρ. 459, πρβλ. 720, 929, Ὀρφ. Ἀργ. 907, κτλ.

English (Autenrieth)

(θύω), pl.: the thyrsi, wands and other sacred implements used in the worship of Dionȳsus, Il. 6.134†. (See cuts.)

Greek Monolingual

θύσθλα, τὰ (Α)
1. τα ιερά σκεύη τα οποία χρησιμοποιούσαν στις βακχικές πομπές
2. συνεκδ. η βακχική τελετή, η βακχική πομπή
2. θυσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυρσ-θλα με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος < θύρσος + -θλον. Κατέληξε να σημαίνει «θυσία» λόγω παρετυμολογικής συνδέσεως του με το θύω (I). Αστήρικτη η σύνδεση του με το θύω (ΙΙ)].