νάω
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
only pres. and impf., Att. contr.
A νᾷ S.Fr.5, part. νῶντας Phot.:—flow, ἐν δὲ κρήνη νάει Od.6.292; καὶ φρείατα μακρὰ νάουσιν Il. 21.197; ὄφρ' ἂν ὕδωρ τε νάῃ Epigr. ap. Pl.Phdr.264d; οἴνῳ Ἁχελῷος ἆρα νᾷ S.l.c.; ὕδατι νᾶε was running with... A.R.1.1146; νᾶεν φόνῳ Call.Dian.224:—Pass., to be watered, νᾱομένοισι τόποις Nic.Fr. 74.58. [ᾰ in Hom. and presupposed by νᾷ, νῶντας, cf. ἀέναος: ᾱ v.l. in Od.9.222, always in late Ep. exc. Euph.23; ναῖον (so Aristarch. and some codd.) δ' ὀρῷ ἄγγεα πάντα is prob. correct in Od.l.c., cf. ἔναιεν ἐν ἅλμῃ (with pun on ναίω dwell) Matro Conv.77, and ναιομένοισι (νεομ- codd.) shd. perh. be read in Nic. l.c.] (Cf. ἔννυθεν, ναύω, νόα, Skt. snaúti (pf. part. Pass. snutás) 'drip', MIr. snuadh 'river', etc.: νάω [ᾰ] from sn[acaron]w-w, ναίω and νάω [ᾱ] from sn[acaron]w-yw.)
German (Pape)
[Seite 234] nur pr. u. impf., fließen; ἐν δὲ κρήνη νάει, Od. 6, 292; κρῆναι νάουσι, Il. 21, 197; als v. l. von ναίω Od. 9, 222; νᾶεν Callim. Dian. 224; ὄφρ' ἂν ὕδωρ τε νάῃ, epigr. Plat. Phaedr. 264 d; ἄσπορα ναομένοισι τόποις ἀνεθρέψατο λειμών, Nic. b. Ath. XV, 684 (v. 581, wo die v. l. νεομένοισι auf ναιομένοισι führt, s. ναίω. – Moeris erklärt ἀεὶ νῶν für attisch, ἀέναος für hellenistisch, was auf Ar. Ran. 146 zu gehen scheint, wo jetzt richtig ἀείνων σκῶρ gelesen wird. Sonst auch noch VLL. Vgl. νέω u. ναίω.
Greek (Liddell-Scott)
νάω: πιθαν. μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ῥέω, ἐν δὲ κρήνη νάει Ὀδ. Ζ. 292· καὶ φρείατα μακρὰ νάουσιν Ἰλ. Φ. 197· ὄφρ’ ἂν ὕδωρ τε νάει Ἐπίγραμμ. ἐν Πλάτ. Φαίδρῳ 267D· ὕδατι νᾶε Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1146· νᾶεν φόνῳ Καλλ. εἰς Ἄρτ. 224. - Παθ., ποτίζομαι, νᾱομένοισι τόποις Νικ. Ἀποσπ. 2. 58. [ᾰ παρ’ Ὁμ.· ἀλλὰ ᾱ ἐν ἄρσει παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., ἴδε ἀνωτ.· περὶ τοῦ ἐν Ὀδ. Ι. 222 ἴδε ναίω Β] (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται τά: ἀέναος, νᾶμα, Ναϊάς, Νηϊάς, ναρός, νηρός, Νηρεύς· - ἡ ῥίζα αὕτη εἶχε πιθανῶς υ, ὡς ἐν τῷ Αἰολ. τύπῳ ναύω ὃν μνημονεύει ὁ Ἡσύχ., ἔτι δὲ καὶ σ ἐν ἀρχῇ, πρβλ. Σανσκρ. snû, snâu-mi (fluo, mano), snav-as (stillatio), snu-tas (stillans)).
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
couler : ὀρῷ OD déborder de petit-lait.
Étymologie: R. Σνυ > Νυ, Ναυ, ΝαϜ, couler ; cf. νᾶμα, Ναϊάς, ναῦς ; lat. navis.
English (Autenrieth)
(σνάϝω), ipf. ναῖον (v. l. νᾶον): flow; ὀρῷ, ‘ran over’ with whey, Od. 9.222.