περιδινέω

From LSJ
Revision as of 13:06, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source

German (Pape)

[Seite 573] im Kreise od. Wirbel herumdrehen, herumtreiben; Hom. im pass., ἃς τὼ τρὶς Πριάμοιο πόλιν περιδινηθήτην καρπαλίμοισι πόδεσσι, Il. 22, 165, wo aber Spitzner richtiger πέρι δινηθήτην schreibt; περιδινεύμενος ὑπὸ τᾶς σφαίρας, Tim. Locr. 97 c; Luc. V. H. 1, 8; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιδῑνέω: περιστρέφω, ἑαυτὸν κύκλῳ Αἰσχίν. 77. 29· τυφὼν π. τὴν ναῦν Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 9· θέτω εἰς κίνησιν ὁλόγυρα, Ἀλκίφρων 1. 39. - Παθ., περιέρχομαι, ὡς τὼ τρὶς Πριάμοιο πόλιν περιδινηθήτην (παθ. ἀόρ.) Ἰλ. Χ. 165 (ὁ Spitzn διῃρημένως πόλιν πέρι διν-)· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ, Ἀνθ. Π. 7. 485· ἀπολ., περιστρέφομαι, περιφέρομαι, Τίμ. Λοκρ. 97C· περιστρέφομαι ὡς στρόβιλος, Ξεν. Συμπ. 7. 3, Λουκ., κλ.· οὕτω καὶ ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ἀμφ. ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 310.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. περιδινήσω, ao. περιεδίνησα, pf. inus.
faire tournoyer ; Pass. aller et venir, faire mille tours.
Étymologie: περί, δινέω.