Ταίναρος
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ἡ, Taenarus, a promontory at the southern end of Laconia, Pi.P.4.44, 174; also masc. or neut., Th.1.128, 133, 7.19;
A Ταίναρον ἠνεμόεντα Orph.A.1370: neut. Ταίναρον, τό, Str.8.5.1: in most passages the word occurs in an obl. case without an Adj., so that the gender is undetermined, as in h.Ap.412, Hdt.1.23,24, Th. 1.133, Ar.Ra.187, etc.; Ποσειδῶν οὑπὶ Ταινάρῳ θεός Id.Ach.510; πύλη τις ἐστὶ (sc. of the infernal regions) Ταινάρου πρὸς ἐσχάτοις Men.842, cf. Str. l.c.:—Adj. Ταινάριος, α, ον, Ταιναρίην ὑπὸ χθόνα A.R.1.102; epith. of Artemis, Euph.9.11; Τ. λίθος, v. λίθος 11.1: neut. pl. Ταινάρια, τά, festival of Poseidon at Taenarus, Hsch. (-ίας cod.): hence Ταινάριοι, οἱ, celebrants of this festival, IG5(1).211.1:—also Ταιναρίζω, celebrate this festival, St.Byz. s.v. Ταίναρος, and Ταιναρισταί, οἱ, = Ταινάριοι, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
Ταίνᾰρος: ἡ, ἀκρωτήριον τῆς νοτιωτάτης ἄκρας τῆς Λακωνικῆς, Πινδ. Π. 4. 78 καὶ 310· καὶ ἀρσ. Ταίναρον ἠνεμόεντα Ὀρφ. Ἀργ. 1364· καὶ ὡς οὐδ., Ταίναρον, τό, Στράβ. 363. ― ἐν τοῖς πλείστοις χωρίοις ἡ λέξις ἀπαντᾷ κατ’ αἰτ. ἢ γεν. ἄνευ ἐπιθέτου, ὥστε τὸ γένος μένει ἀόριστον, οἷον ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλωνα 412, Ἡρόδ. κλπ.· ἐπὶ Ταίναρον ὁ αὐτ. 1. 23, 24, Θουκ. 1. 133, Ἀριστοφ. κλπ.· περὶ Ταίναρον Ἡρόδ. 7. 168· ἀπὸ Ταινάρου Θουκ. 1. 128· ἀπὸ τοῦ Τ. ὁ αὐτ. 7. 19· ἐπὶ Ταινάρῳ Ἀριστοφ. Ἀχ. 510· κτλ.· ὑπῆρχε δὲ περίφημος ναὸς τοῦ Ποσειδῶνος ἐπ’ αὐτῷ, Ποσειδῶν οὑπὶ Ταινάρῳ θεός, ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Σύλλ. Ἐπιγρ. 1335· - ὑπῆρχε δὲ ἐνταῦθα καὶ σπήλαιον ὅπερ ἦγεν εἰς τοὺς ὑποχθονίους τόπους, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ 239, Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὅθεν, Ταιναρίην ὑπὸ χθόνα, δηλ. εἰς τὸν κάτω κόσμον, ad inferos, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 102, πρβλ. Οὐεργ. Γεωργ. 4. 467· - περὶ τοῦ Ταινάριος λίθος, ἴδε ἐν λ. λίθος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. Ταίναρον.
English (Slater)
Ταίνᾰρος a Laconian city on cape Tainaron. “εἰ γὰρ οἴκοι νιν βάλε πὰρ χθόνιον Ἀίδα στόμα, Ταίναρον εἰς ἱερὰν Εὔφαμος ἐλθών” (P. 4.44) ἔκ τε Πύλου καὶ ἀπ' ἄκρας Ταινάρου (sc. ἦλθον) (P. 4.174)