περιβάλλω

From LSJ
Revision as of 19:15, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3b)

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιβάλλω Medium diacritics: περιβάλλω Low diacritics: περιβάλλω Capitals: ΠΕΡΙΒΑΛΛΩ
Transliteration A: peribállō Transliteration B: periballō Transliteration C: perivallo Beta Code: periba/llw

English (LSJ)

fut. -βᾰλῶ : aor. περιέβᾰλον (v. infr.) :—

   A throw round, about, or over, put on or over, c. acc. rei, φίλας περὶ χεῖρε βαλόντε Od. 11.211; περὶ πτερὰ πυκνὰ βαλόντες Il.11.454; περὶ δ' ἄντυγα βάλλε φαεινήν 18.479; π. χέρας Ar.Th.914, E.Or.1044: freq. c. dat., χέρας π. τινί Id.Ph.1459, etc.; περὶ δ' ὠλένας δέρᾳ . . βάλοιμι ib.165 (lyr.); π. τινὶ δεσμά, βρόχους, A.Pr.52, E.Ba.619; Τροίᾳ ζευκτήριον A.Ag. 529; κρατὶ π. σκότον E.HF1159; π. τινὰ χαλκεύματι put him round the sword, i. e. stab him, A.Ch.576; also περὶ τὰ στέρνα θώρηκας π. Hdt. 1.215, cf. 5.85; αἱμασιὴν π. κατὰ τὸν κύκλον Id.7.60; περὶ ἕρμα π. ναῦν wreck it on... Th.7.25:—Med., throw round or over oneself, put on, c. acc. rei, περιβαλλόμενοι τεύχεα putting on their arms, Od.22.148; περὶ δὲ ζώνην βάλετ' ἰξυῖ 5.231; ξίφος περὶ στιβαροῖς βάλετ' ὤμοις 14.528; εἷμα, φᾶρος περιβάλλεσθαι, Hdt. 1.152, 9.109; φάρεα καὶ πλοκάμους E.IT1150(lyr.); κόσμον σώμασιν Id.HF334; κύκλον ὅσον περιβάλλεται αἰθήρ Hermesian.7.87; freq. of defences, τεῖχος καὶ σωτηρίην περιβαλέσθαι τοῖς τε χρήμασι καὶ τοῖς σώμασιν Democr.280; also ὅταν περιβάλωνται χειρις μοὺς παραλλάττοντας Phld.Rh.1.8 S.; π. ἕρκος ἔρυμα τῶν νεῶν Hdt.9.96; τείχεα Id.1.141, cf. 6.46, Th.1.8 ; ταῖς πόλεσιν ἐρύματα περιβάλλονται X.Mem.2.1.14; Πελοποννήσῳ π. ἓν τεῖχος Arist.Pol.1276a27; λιμένι τεῖχος, χάρακα τῇ παρεμβολῇ, Plb.4.65.11, 5.20.5 ; also περὶ τὴν Πελοπόννησον τεῖχος π. Lys.2.45: c. dupl. acc., τεῖχος περιβαλέσθαι πόλιν build a wall round it, Hdt.1.163 : in pf. Pass., have a thing put round one, Pl.Smp.216d ; τὸ τεῖχος περιβεβλημένος having his wall around him, encompassed by it, Id.Tht. 174e, cf. Arist.Pol.1331a8.    2 metaph., put round or upon a person, i. e. invest him with it, π. τινὶ ἀγαθόν (i. e. βασιληΐην), τυραννίδα, Hdt.1.129, E.Ion829 ; π. σωτηρίαν [τισί] Id.HF304; ὕδασι δουλείαν Id.Ph.189 (lyr.); οἶκτον Id.IA934; τινὶ π. ἀνανδρίαν, i.e. make him faint-hearted, Id.Or.1031; π. τὴν αἰτίαν τῷ ἰατρῷ impute blame to... Pall.in Hp.12.283 C.:—Pass., c. acc., to be involved in, μεγίστην ζημίαν τὸ ταμεῖον περιβληθήσεται SIG888.87 (Scaptopara, iii A. D.).    II reversely c. dat. rei, surround, encompass with... περιβαλεῖν πλῆθος τῶν ἰχθύων (sc. τῷ ἀμφιβλήστρῳ) Hdt.1.141; βρόχῳ π. τὸν αὐχένα Id.4.60 (tm.); [Βόσπορον] πέδαις π. A.Pers.748; π. τινὰ ὑφάσματι E.Or.25; δοραῖσι σῶμα Id.Cyc.330 ; π. τινὰ χερσί embrace, Id.Or.372 :—Med., surround or enclose for one's advantage or defence, τὴν νῆσον π. τείχει Pl.Criti.116a; χωρίον X.Cyr.6.3.30; π. θύννους net them, Arist.HA 537a20, cf. 533b25.    2 metaph., π. τινὰ κακῷ, συμφοραῖς, involve one in evil or calamity, E.Or.906, Antipho 3.2.12 ; ἀνηκέστοις πόλιν συμφοραῖς And.1.142, cf. Lys.4.20; ὀνείδει D.22.35; π. τινὰ φυγῇ, i.e. banish him, Plu.2.775c; τινὰ κλοπῆς καταδίκῃ Id.Arist.4 :— Pass., [συμφοραῖς] Phld.Piet.35b.    III c. acc. only, encompass, surround, περιβάλλει με σκότος, νέφος, E.Ph.1453, HF1140 ; π. ἀλλήλους embrace each other, X.An.4.7.25, cf. Men.Pk.36, 111; also, clothe, τινα Ev.Matt.25.36; τὸ περιβεβλημένον the space enclosed, enclosure, Hdt.2.91; cf. περίβολος 11.2 :—Med., ἤλαυνον περιβαλόμενοι [τὰ ὑποζύγια] surrounding them, Id.9.39, cf. X.Cyr.1.4.17.    2 fetch a compass round, double, ἵπποι περὶ τέρμα βαλοῦσαι Il.23.462 ; esp. of ships, round a cape, π. τὸν Ἄθων Hdt.6.44; Σούνιον Th.8.95 : abs., of a hare, double, X.Cyn.5.29, 6.18.    3 amplify, expand, λόγον Hermog.Id.1.4, cf. 11: abs., ib.3,al.    IV Med., bring into one's power, compass, ἰδίῃ π. ἑωυτῷ κέρδεα Hdt.3.71; πολλὰ [χρήματα] Id.8.8, cf. 7.190; σωφροσύνης δόξαν π. X.Mem.4.2.6; τὰ λοιπὰ τῶν πραγμάτων περιβαλλόμενος D.18.231 ; πλῆθος λείας Plb.1.29.7, cf. 3.69.7 : pf. Pass., to have come into possession of... πόλιν Hdt.6.24; δυναστείας Isoc.4.184, cf. 2.25.    2 appropriate mentally, comprehend, περιβάλλεσθαι τῇ διανοίᾳ τὰς πράξεις Id.5.118; πολλὰ περιβεβλῆσθαι πράγματα to have aimed at learning many things, Men.683; logically, ξύμπαντα τὰ οἰκεῖα . . γένους τινὸς οὐσίᾳ π. embrace, Pl.Plt.285b.    3 use circumlocution, κομψῶς κύκλῳ π. Id.Smp.222c, cf. Phdr.272d.    V throw beyond, beat in throwing: hence generally, excel, surpass, μνηστῆρας δώροισι Od.15.17 ; π. ἀρετῇ to be superior in... Il.23.276.    VI π. τὸ λουτρόν take a bath, Cass.Pr.5 ; π. πρὸς λουτρόν ibid.

German (Pape)

[Seite 569] (s. βάλλω), 1) umwerfen, umlegen; bei Hom. in tmesi, v. l. Od. 9, 185; περὶ δ' ἄντυγα βάλλε φαεινήν, Il. 18, 479; φίλας περὶ χεῖρε βαλόντε, umschlingen, Od. 11, 211; vgl. Ar. περίβαλλε δὲ χέρας, Thesm. 914; u. in Prosa, Plat. Conv. 191 a 219 b u. A., wofür Eur. sagt πρὸς στέρνα πατρὸς στέρνα τἀμὰ περιβαλῶ, I. A. 632; vgl. περιβαλὼν πλευροῖς ἐμοῖσι πλευρά, Or. 798; περιβεβληκότες ἀλλήλους, einander umarmt haltend, Xen. Conv. 9, 7; c. gen., περίβαλλε θόλοιο, Od. 22, 468; bes. von Kleidungsstücken und Waffen; gew. τινί τι, τοιόνδε Τροίᾳ περιβαλὼν ζευκτήριον, Aesch. Ag. 515; aber auch τινά τινι, νεκρὸν θήσω ποδώκει περιβαλὼν χαλκεύματι, Ch. 569, wie πόσιν ἀπείρῳ περιβαλοῦσ' ὑφάσματι, Eur. Or. 25; auch ἤδη με περιβάλλει σκότος, mich umgiebt, umfängt Dunkel, Soph. Phil. 1462; vgl. στεναγμῶν με περιβάλλει νέφος, Eur. Herc. Fur. 1140; uneigentl., πέπλοισι κρατὶ περιβάλω σκότος, 1159; auch τινὰ κακῷ, Or. 904, Einen mit Unglück umgeben, in Unglück verstricken, wie συμφοραῖς, Antiph. 3 β 12; Isocr. 4, 127; Σικελίαν πένθει, Plat. Ep. VII, 351 e; u. mit der andern Struktur, οἶκτον περιβαλών, Eur. I. A. 934; φόβος εἰς τὸ δεῖμα περιβαλών μ' ἄγει, Hel. 319; βρόχῳ περὶ ὦν ἔβαλε τὸν αὐχένα, Her. 4, 60; u. übh. Einem Etwas beilegen, z. B. eine Eigenschaft, Würde, 1, 129, τινί τι; auch ἀνανδρίαν τινί beilegen, Eur. Or. 1031; Pol. vrbdt τῷ λιμένι τεῖχος περιβαλών, 4, 65. 11; übertr., οὐ μικροῖς ἐλαττώμασι περιβεβληκὼς τὴν Ῥώμ ην, 1, 52, 2; ähnlich φυγῇ περιέβαλον τὸν ἄνδρα, sie belegten im mit der Verbannung, Plut. amat. narr. 5. – Häufiger im med., sichumwerfen, umthun, bes. sich Waffen und Kleider anlegen, περιβαλλομένους ἴδε τεύχεα, Od. 22, 148, wohin man auch als Tmesis zu rechnen pflegt περὶ δὲ ζώνην βάλετ' ἰξυῖ, 5, 231 u. öfter; ὁπόσαι στρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονται, Aesch. Suppl. 853; auch περιβάλλοντό οἱ πτεροφόρον δέμας θεοί, Ag. 1118; φάρεα καὶ πλοκάμους περιβαλλόμεναι, Eur. I. T. 1151; κόσμον σώμασιν, Herc. Fur. 334; χλανίδιον, φᾶρος περιβάλλεσθαι u. dgl., Her. 1, 195. 3, 139. 9, 109; absolut, Matth. 6, 29, wie das act. S. Emp. adv. phys. 1, 90 braucht. So auch von Befestigungswerken, sich zum Schutze herum aufführen, bauen. τείχεα περιεβάλοντο, Her. 1, 141; ἕρκος ὑψηλόν, 7, 192. 9, 96; u. mit doppeltem accus., τεῖχος περιβαλέσθαι τὴν πόλιν, 1, 163. 6, 46; so auch Thuc. καί τινες καὶ τεῖχος περιεβάλλοντο, 1, 8; ταῖς πόλεσιν ἐρύματα, Xen. Mem. 2, 1, 14; u. mit anderer Struktur, τὴν νῆσον λιθίνῳ περιεβάλλοντο τείχει, Plat. Critia. 116 a; und τοῦτο γὰρ οὗτος ἔξωθεν περιβέβληται, Conv. 216 d; auch übertr., sich in einen Wortschwall hüllen, um seine Meinung zu verbergen, ibd. 222 c; viel Umstände machen, Phaed. 272 d. – 2) übertreffen, überlegen sein, ὅσσον ἐμοὶ ἀρετῇ περιβάλλετον ἵπποι, an Tüchtigkeit, Il. 23, 276, wie ὁ γὰρ περιβάλλει ἅπαντας μνηστῆρας δώροισι, Od. 15, 17. – 3) umgeben, umschlingen, umfassen, λαβεῖν ἀμφίβληστρον καὶ περιβαλεῖν πλῆθος πολλὸν τῶν ἰχθύων, mit dem Netz eine große Menge Fische einschließen, fangen, Her. 1, 141; χωρία, τόπους, eine Gegend lieb daben, sie oft besuchen, Xen. Cyn. 5, 29; τὸ περιβεβλημένον, die Umgebung, Her. 2, 91. – 4; med. an sich bringen, sichaneignen, in seinen Besitz, seine Gewalt bringen, ἰδίῃ περιβαλλόμενος ἑωυτῷ κέρδεα, Her. 3, 71; πολλὰ ἔσωσε χρήματα τοῖσι Πέρσῃσι, πολλὰ δὲ καὶ αὐτὸς περιεβάλετο, 8, 8; ἀπονητὶ πόλιν περιεβεβλήατο, 6, 25; τόπον, Isocr. 4, 36; δυναστείαν περιβεβλημένοι, ib. 184; κέρδεα, χρήματα u. ä., Xen. Cyr. 1, 4, 17 An. 6, 1, 3 Hell. 4, 8, 17 u. öfter, u. Sp., Pol. πλῆθος λείας, 1, 29, 7, öfter. – 5) umschiffen, umsegeln, τὸν Ἄθων περιέβαλλον, Her. 6, 44; αἱ νῆες παραπλεύσασαι καὶ περιβαλοῦσαι Σούνιον, Thuc. 8, 95, vgl. 7, 25.