ἀδαής

From LSJ
Revision as of 14:27, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδᾰής Medium diacritics: ἀδαής Low diacritics: αδαής Capitals: ΑΔΑΗΣ
Transliteration A: adaḗs Transliteration B: adaēs Transliteration C: adais Beta Code: a)dah/s

English (LSJ)

ές, (Δάω, δαῆναι) = foreg., c. gen. pers., Hdt.9.46: c.gen.rei, τῆς θυσίης, τῶν χρησμῶν, Id.2.49, 5.90, cf. X.Cyr.1.6.43;

   A βουνομίας -έστερος Pi.Pae.4 27; ὕπν' ὀδύνας ἀ. S.Ph.827 (lyr.): c. inf., unknowing how to... ἀ. δ' ἔχειν μυρίον ἄχθος (sc.κήρ) ib. 1167 (lyr.); οὐκ ἀ. APl.4.84: abs., ἀ. κόρη, of a virgin, Paus.Dam.p 160 D.    II dark, Parm.8.59.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδαής: -ές, (* δάω, δαῆναι) = τῷ προηγ., μ. γεν. προσώπου, Ἡροδ. 9. 46· μ. γεν. πράγμ. τῆς θυσίης, τῶν χρησμῶν, ὁ αὐτ. 2. 49., 5, 90· ὕπν’ ὀδύνας ἀδαής. Σοφ. Φ. 327 (λυρ.)· ὡσαύτως μετ᾿ ἀπαρ. ὁ μὴ γινώσκων πῶς ἀ... ἀδαης δ᾿ ἔχειν μυρίον ἄχθος (ἐνν. κήρ), αὐτόθ. 167 (λυρ.)· ἀπολ., Ξεν. Κύρ. 1. 6, 43· οὐκ ἀδ., Ἀνθ. Ι λαν. 84 - Ἐπίρρ. ἀδαηστί, «χωρὶς μαθήσεως, ἢ μερισμοῦ χωρίς», Ζωναρ. καὶ «ἀδαϊστί, ἀπείρως», Σουΐδ. ΙΙ. σκοτεινός, Παρμεν. 122.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. ἀδαήμων.

English (Slater)

ᾰδᾰής
   1 ignorant c. gen. ἄνιππός εἰμι καὶ βουνομίας ἀδαέστερος (Pae. 4.27)