μελέτα
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (Slater)
μελέτα (-α, -ᾳ, -αν; -αις.)
a taking pains, resolution, diligence ἐν θυμῷ πιέσαις χόλον οὐ φατὸν ὀξείᾳ μελέτᾳ (O. 6.37) ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν (N. 6.54) Λάμπων δὲ μελέταν ἔργοις ὀπάζων Ἡσιόδου μάλα τιμᾷ τοῦτ' ἔπος (v. Ἡσίοδος) (I. 6.66)
b object of care, concern, preoccupation μία δ' οὐχ ἅπαντας ἄμμε θρέψει μελέτα (O. 9.107) μελέταν δὲ σοφισταῖς Διὸς ἕκατι πρόσβαλον σεβιζόμενοι (sc. ἥροες: matter for thought ) (I. 5.28) pl., Λυδῷ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ' ἀείδων ἔμολον among my (poetic) preoccupations (O. 14.18)
Russian (Dvoretsky)
μελέτα: ἡ дор. Pind. = μελέτη.