πτολίπορθος

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτολίπορθος Medium diacritics: πτολίπορθος Low diacritics: πτολίπορθος Capitals: ΠΤΟΛΙΠΟΡΘΟΣ
Transliteration A: ptolíporthos Transliteration B: ptoliporthos Transliteration C: ptoliporthos Beta Code: ptoli/porqos

English (LSJ)

ον, (πέρθω)

   A sacking or wasting cities, epith. of Ares, Il.20.152, Hes.Th.936; of Odysseus and Oïleus, Il.2.278,728; of Achilles, 15.77, etc.; also of Heracles, Tab.Defix. in Stud.Ital.2(1922).394 (Cret., iv/iii B.C.); π. μάχαι Pi.O.8.35; πτολίπορθον στίχα Μήδων Epigr. ap. D.S.11.14:— also πτολι-πόρθης, ου, ὁ, A.Ag.472 (lyr.); as pr.n. of a son of Odysseus, Paus.8.12.6:—the form πολίπορθος never occurs, for πτολίπορθ' (voc.) is rightly restored in A.Ag.783 (lyr.); cf. sq.

German (Pape)

[Seite 811] Städte zerstörend, der Städteeroberer, -zerstörer; Oileus, Il. 2, 728; Ἐνυώ, 5, 333; Ares, 20, 152; oft vom Achilleus, u. in der Od. vom Odysseus; Pind. vrbdt πτολιπόρθοις ἐν μάχαις, Ol. 8, 35.

Greek (Liddell-Scott)

πτολίπορθος: [ῐ], -ον, (πέρθω) ὁ πορθῶν ἢ κυριεύων πόλεις, ἐπίθετον τοῦ Ἄρεως, Ἰλ. Υ. 152, Ἡσ. Θ. 936· ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως καὶ τοῦ Ὀϊλέως, Ἰλ. Β. 278, 728· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως, Ο. 77. κτλ.· ὡσαύτως, πτ. μάχαι Πινδ. Ο. 8. 46· πτολίπορθον στίχα Μήδων Σιμωνίδ. 136· - ὡσαύτως πτολιπόρθης Αἰσχύλ. Ἀγ. 473. - Ὁ τύπος πολίπορθος οὐδαμοῦ εὕρηται· διότι ὀρθῶς διωρθώθη πτολίπορθ’ (κλητ.) παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 783· πρβλ. πτόλις.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
destructeur de villes.
Étymologie: πτόλις, πέρθω.

English (Autenrieth)

(πέρθω): sacker of cities, epith. of gods and heroes (in the Od. only of Odysseus).

English (Slater)

πτολίπορθος, -ον
   1 city destroying πτολιπόρθοις ἐν μάχαις (O. 8.35)

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που εκπορθεί, που κυριεύει και λεηλατεί πόλεις (α. «πτολίπορθον στίχα Μήδων», Διόδ. Σικ.
β. «πτολιπόρθοις ἐν μάχαις», Πίνδ.
γ. «λισσομένη τιμῆσαι Ἀχιλλῆα πτολίπορθον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτόλις, επικ. τ. του πόλις + -πορθος (< πέρθω «ερημώνω, αφανίζω, λεηλατώ»)].