κνώσσω

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνώσσω Medium diacritics: κνώσσω Low diacritics: κνώσσω Capitals: ΚΝΩΣΣΩ
Transliteration A: knṓssō Transliteration B: knōssō Transliteration C: knosso Beta Code: knw/ssw

English (LSJ)

   A slumber, Od.4.809, Simon.37.6, Pi.O.13.71, P.1.8, Theoc. 21.65, AP5.293.11 (Agath.), etc.: prov., Λάτμιον κνώσσεις 'you sleep like a top', Herod.8.10.

German (Pape)

[Seite 1464] schlafen, schlummern; Od. 4, 809; Pind. P. 13, 68; auch κνώσσων εὕδει, 1, 8; sp. D., Nic. Al. 457, Antiphil. 42 (IX, 242), Rhian. 2 (XII, 38), öfter in der Anth.

Greek (Liddell-Scott)

κνώσσω: ὑπνώττω, κοιμῶμαι, Ὀδ. Δ. 809, Σιμων. 44. 6, Πινδ. Ο. 13. 100, Π. 1. 15, Ἀνθ. Π. 5. 294, 11, κτλ.· ― οὐδαμοῦ παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
dormir.
Étymologie: DELG aucune étym. en vue.

English (Autenrieth)

slumber, Od. 4.809†.

English (Slater)

κνώσσω
   1 slumber κνώσσοντί οἱ παρθένος τόσα εἰπεῖν ἔδοξεν (O. 13.71) ὁ δὲ (sc. αἰετός) κνώσσων ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ (P. 1.8)

Greek Monolingual

κνώσσω (Α)
1. κοιμάμαιπερίφρων Πηνελόπεια ἡδὺ μάλα κνώσσουσ' ἐν ὀνειρείησι πύλῃσιν», Ομ. Οδ.)
2. παροιμ. «Λάτμιον κνώσσεις» — μένεις ακίνητος σαν σβούρα, δηλαδή στριφογυρίζεις συνεχώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η κατάλ. θυμίζει το ὑπν-ώσσω].