Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μητίομαι

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis, 109-11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητίομαι Medium diacritics: μητίομαι Low diacritics: μητίομαι Capitals: ΜΗΤΙΟΜΑΙ
Transliteration A: mētíomai Transliteration B: mētiomai Transliteration C: mitiomai Beta Code: mhti/omai

English (LSJ)

(μῆτις) Pi.P.2.92 (s.v.l.): fut. -ίσομαι: aor. ἐμητισάμην: —

   A = μητιάω 11, devise, contrive, μητίσομαι ἔχθεα λυγρά Il.3.416; τοσσάδε μέρμερ' ἐπ' ἤματι μητίσασθαι 10.48; μέγα ἔργον ἐμητίσαντο Od.12.373; οἱ θάνατον μητίσομαι Il.15.349; σχέτλι' ἔργα βορᾶς μητίσασθαι Emp.139; πρώτιστον Ἔρωτα θεῶν μητίσατο Parm.13; φράζεο . . ὥς κεν ἐγὼ μητίσομ' ἀρωγήν A.R.3.1026: c. dupl.acc., ὃν ἂν κακὰ μητισαίμην Od.18.27. [ῑ in fut. and aor., and late Act. μήτῑον Orph.A. 1333; ῐ in μητίομαι Pi.l.c.]

German (Pape)

[Seite 179] = μητιάω, erdenken, ersinnen; φροντίδι μητίονται τυχεῖν, Pind. P. 2, 92; Hom. nur fut. u. aor., μητίσομαι, μητίσασθαι (vor Wolf falsch μητίσσομαι, μητίσσασθαι); αὐτοῦ οἱ θάνατον μητίσομαι, ich will ihm den Tod ersinnen, bereiten, Il. 15, 349; ὃν ἂν κακὰ μητισαίμην, gegen den ich Uebles ersinnen möchte, 18, 27; ἕταροι μέγα ἔργον ἐμητίσαντο, 12, 373; ὥς κέν τοι ἐγὼ μητίσομ' ἀρωγήν, Ap. Rh. 3, 1026.

Greek (Liddell-Scott)

μητίομαι: μέλλ. -ίσομαι: ἀόρ. ἐμητισάμην· ἀποθ., ὡς τὸ μητιάω κυρίως, μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, σχεδιάζω, μητίσομαι ἔχθεα λυγρὰ Ἰλ. Γ. 416· τοσσάδε μέρμερ’ ἐπ’ ἤματι μητίσασθαι Κ. 48, κτλ.· μέγα ἔργον ἐμητίσαντο Ὀδ. Μ. 373· οἱ θάνατον μητίσομαι Ἰλ. Ο. 349· ἀλλ’ ὡσαύτως μετὰ διπλῆς αἰτ., ὃν ἂν κακὰ μητισαίμην Ὀδ. Σ. 27· πρβλ. μήδομαι 2. Ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸν μέλλ. καὶ ἀόρ.· οὕτω, πρώτιστον Ἔρωτα θεῶν μητίσατο Παρμεν. 132· ἀλλ’ ὁ ἐνεστ. μητίομαι ἀπαντᾷ παρὰ Πινδ. Π. 2. 170. [ῑ ἐν μέλλ. καὶ ἀορ., καὶ μήτῑον Ὀρφ. Ἀργ. 1341· ῐ ἐν τῷ τύπῳ μητίομαι Πινδ. ἔνθ’ ἀνωτ.].

French (Bailly abrégé)

f. μητίσομαι;
avoir dans l’esprit, songer, méditer : τί τινι ou τινά τι, méditer ou machiner qch contre qqn.
Étymologie: μῆτις.

English (Autenrieth)

(μῆτις), fut. μητίσομαι, aor. subj. μητίσομαι, opt. μητῖσαίμην, inf. μητίσασθαι: devise, perpetrate upon, τινί τι, and τινά τι, Od. 18.27.

English (Slater)

μητῐομαι
   1 contemplate πρὶν ὅσα φροντίδι μητίονται τυχεῖν (P. 2.92)

Greek Monolingual

μητίομαι (Α) [[[μήτις]] (Ι)]
μηχανώμαι, επινοώ, σχεδιάζω, σοφίζομαι («μητίσομαι ἔχθεα λυγρά», Ομ. Ιλ.).