μεγαυχής

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγαυχής Medium diacritics: μεγαυχής Low diacritics: μεγαυχής Capitals: ΜΕΓΑΥΧΗΣ
Transliteration A: megauchḗs Transliteration B: megauchēs Transliteration C: megafchis Beta Code: megauxh/s

English (LSJ)

ές,

   A = μεγάλαυχος, παγκράτιον Pi.N.11.21; δαίμων A. Pers.642 (lyr.).    II boasting, c. dat., σκάπτροισι AP7.427.7 (Antip. Sid.).

German (Pape)

[Seite 110] ές, = μεγαλαυχής; παγκράτιον, Pind. N. 11, 21; δαίμων, Aesch. Pers. 633; sp. D., wie Θῆβαι Ep. ad. 288 (Plan. 102); auch ὁ σκάπτροισι μεγαυχής, stolz auf, Antip. Sid. 93 (VII, 427).

Greek (Liddell-Scott)

μεγαυχής: -ές, = μεγάλαυχος, παγκράτιον Πινδ. Ν. 11. 27· δαίμων Αἰσχύλ. Πέρσ. 641. ΙΙ. καυχώμενος, μεγαλαυχῶν, τινι, ἐπί τινι, Ἀνθ. Π. 7. 427.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
glorieux, plein de gloire.
Étymologie: μέγας, αὐχέω.

English (Slater)

μεγαυχής
   1 proud πάλᾳ καὶ μεγαυχεῖ παγκρατίῳ (Er. Schmid: μεγαλαυχεῖ codd.) (N. 11.21)

Greek Monolingual

μεγαυχής, -ές (Α)
1. ένδοξος, φημισμένος («μεγαυχεῑ παγκρατίῳ)», Πίνδ.)
2. αυτός που υπερηφανεύεται, που καυχιέται για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα- + -αυχής (< αὐχῶ «υπερηφανεύομαι»), πρβλ. μεγ-αυχής, υψ-αυχής].