ἀναλακτίζω

From LSJ
Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναλακτίζω Medium diacritics: ἀναλακτίζω Low diacritics: αναλακτίζω Capitals: ΑΝΑΛΑΚΤΙΖΩ
Transliteration A: analaktízō Transliteration B: analaktizō Transliteration C: analaktizo Beta Code: a)nalakti/zw

English (LSJ)

   A kick upwards, Antyll. ap. Orib.6.31.2.

German (Pape)

[Seite 195] hinten ausschlagen, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλακτίζω: λακτίζω ὄπισθεν, Λατ. recalcitro, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. σ. 121: - μεταβ., ἀπολακτίζω τι, ἀπορρίπτω, περιφρονῶ, ἀναλακτίσας ταὴν ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν, ἀπορρίψας αὐτὴν καταφρονητικῶς, Κλήμ. Ἀλεξ. ΙΙ. 532B.

Spanish (DGE)

dar una patada hacia arriba τῶν σκελῶν ἀναλακτιζόντων Antyll. en Orib.6.31.2
fig. despotricar, despreciar ὁ ἀναλακτίσας τὴν ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν Clem.Al.Strom.7.16.95.

Greek Monolingual

ἀναλακτίζω)
1. κλοτσώ προς τα επάνω ή προς τα πίσω ή κατ’ επανάληψη
2. περιφρονώ, απορρίπτω περιφρονητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + λακτίζω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναλάκτιση].