Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀποτερματίζω

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτερμᾰτίζω Medium diacritics: ἀποτερματίζω Low diacritics: αποτερματίζω Capitals: ΑΠΟΤΕΡΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: apotermatízō Transliteration B: apotermatizō Transliteration C: apotermatizo Beta Code: a)potermati/zw

English (LSJ)

   A bound, limit, define, Anon,Geog.Comp.19, cf. 10 (Pass.); bring to an end, λόγον dub. in Phld.D.3.14.    II Med., look towards, εἴς τι prob. for ἀποτελμ- in Hp.Decent.3.

German (Pape)

[Seite 330] abgränzen; Sp. auch von den Gränzen ausschließen, ausrotten.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτερμᾰτίζω: περιορίζω, ὁρίζω, Ἀγαθήμ. 2. 4· καὶ ἀποτερματισμός, οῦ, ὁ, ὅριον, Πρόκλ. π. σφαίρ. 27, σ. 48· ὡσαύτως ἀποτερμάτωσις, εως, ἡ, Ἐτυμολ. Μ. 583. 17. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. = τῷ Ὁμηρικῷ, τέρμ’ ὁράαν, ἐς ἀλήθειαν πρὸς τὸ ὑποδειχθὲν ἀποτερματιζόμενοι, ὅπερ ἐστίν, ἀποβλέποντες, ἀποσκοποῦντες, κατὰ διόρθ. Κοραῆ ἀντὶ ἀποτελματιζόμενοι, Ἱππ. 23. 2, (Πλουτ. Ρωμ. 11, ἔκδ. Κοραῆ, τ. Α΄, σ. 369).

Spanish (DGE)

I terminar λόγον Phld.D.3.14.
II intr.
1 limitar ἡ Σηρικὴ ... ἀποτερματίζουσα τῆς ἐγνωσμένης (γῆς) la Sérica (China) que forma el límite de la tierra conocida Anon.Geog.Comp.19, en v. med. ἀποτερματίζεται παρὰ Εὐρώπῃ λίμνῃ τῇ Μαιώτιδι Anon.Geog.Comp.10, (τὸ οἰκούμενον μέρος τῆς γῆς) οὐ δύναται ἀποτερματίζεσθαι κύκλῳ Gem.16.5.
2 en v. med. limitarse, ceñirse ἐς ἀληθείην Hp.Decent.3.

Greek Monolingual

ἀποτερματίζω (Α)
1. ορίζω, καθορίζω
2. (-ομαι) αποβλέπω σε κάτι.