εἰσάπαξ
εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
English (LSJ)
[σᾰ],
A = εἰς ἅπαξ, at once, once for all, Hdt.6.125, A.Pr.750, Th.5.85, etc.
German (Pape)
[Seite 740] d. i. εἰς ἅπαξ, wie es auch geschrieben wird, für Einmal, auf Einmal; Her. 6, 125; Plat. Soph. 247 e; κρεῖσσον γὰρ εἰσάπαξ θανεῖν Aesch. Pr Om. 752.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσάπαξ: ἀντὶ τοῦ εἰς ἅπαξ, ἅπαξ διὰ παντός, ἐφάπαξ, Ἡρόδ. 6. 125, Αἰσχύλ. Πρ. 750, Θουκ. 5. 85, κτλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 une fois pour toutes;
2 une seule fois.
Étymologie: εἰς, ἅπαξ.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐσ- Hdt.6.125
• Prosodia: [-σᾰ-]
adv.
1 una sola vez δωρέεται χρυσῷ τὸν ἂν δύνηται ... ἐξενείκασθαι ἐ. Hdt.l.c., οὐ γὰρ εἰ. ἐρῶ E.Andr.943
•adnom. καὶ τῆς εἰ. προέσεως y durante una sola, e.d. en la misma emisión Arist.GA 739a10.
2 de una vez, de una vez por todas κρεῖσσον ... εἰ. θανεῖν ἢ τὰς ἁπάσας ἡμέρας πάσχειν κακῶς A.Pr.750, εἰ. γὰρ αὐτὸ λήμψῃ pues lo recibirás todo de una vez el alquiler POxy.1294.14 (II d.C.), cf. Ammon.Diff.16, PStras.142.18 (IV d.C.), ὁ δὲ πεπληρωμένος εἰ. Iambl.Protr.17, πάντα ... ἀθρόως εἰ. εἰπεῖν ἀμήχανον es imposible contar todo en su conjunto, de una vez Basil.Ep.28.1, εἰ. ἐπιτυχεῖν τὰ προσήκοντα Lib.Ep.Basil.1.2.
Greek Monolingual
εἰσάπαξ και εἰς ἅπαξ (Α)
επίρρ. μια για πάντα, άπαξ διά παντός.