ἔμπα

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383

German (Pape)

[Seite 809] s. ἔμπας.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπᾰ: ἐπίρρ., ἴδε ἔμπᾱς.

French (Bailly abrégé)

poét. c. ἔμπας.

Spanish (DGE)

v. ἔμπας.

Greek Monolingual

(I)
ἔμπα (Α)
επίρρ. βλ. έμπας.———————— (II)
το
1. το να μπαίνει κάποιος κάπου, η είσοδος
2. είσοδος, θύρα
3. έναρξη περιόδου («το έμπα του χειμώνα»)
4. φρ. «το έμπα-έβγα» — το να μπαινοβγαίνει συνεχώς κάποιος άσκοπα.