διαρροιζέω

From LSJ
Revision as of 22:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαρροιζέω Medium diacritics: διαρροιζέω Low diacritics: διαρροιζέω Capitals: ΔΙΑΡΡΟΙΖΕΩ
Transliteration A: diarroizéō Transliteration B: diarroizeō Transliteration C: diarroizeo Beta Code: diarroize/w

English (LSJ)

   A to whizz through, διερροίζησε στέρνων [ὁ ἰός] S.Tr. 568.

Greek (Liddell-Scott)

διαρροιζέω: διέρχομαι μετὰ συριγμοῦ, διερροίζησε στέρνων [ὁ ἰός] Σοφ. Τρ. 568.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. 3ᵉ sg. διερροίζησε;
traverser en sifflant, gén..
Étymologie: διά, ῥοιζέω.

Spanish (DGE)

atravesar silbandode una flecha ἐς δὲ πλεύμονας στέρνων διερροίζησεν S.Tr.568
atravesar como una exhalación de pers. c. ac. de lugar ἠερίην ἁψῖδα διερροίζησε ... εἰς δόμον Nonn.D.41.276.

Greek Monotonic

διαρροιζέω: μέλ. -ήσω, σφυρίζω ανάμεσα, με γεν., σε Σοφ.