ἁψίμαχος
From LSJ
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
English (LSJ)
ον,
A = φιλοκίνδυνος, Alex.Aphr.de An. 185.26. Adv. -χως provocatively, D.H.6.59.
German (Pape)
[Seite 421] (μάχη), plänkelnd, zur Schlacht reizend, Plut.; dah. ἁψιμάχως ἐμοῦ ἐμνήσθη Dion. Hal. 6, 59.
Greek (Liddell-Scott)
ἁψίμᾰχος: -ον, (ἅπτομαι, μάχη) ὁ ἁπτόμενος μάχης, «ἀνδρεῖος καὶ ἁψίμαχος καὶ θυμικὸς» Α. Β. 8. 24. - Ἐπίρρ. -χως, ὡς ἐν ἁψιμαχίᾳ, Ἁλ. 6. 59.
Spanish (DGE)
(ἁψίμᾰχος) -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 temerario, que lucha cuerpo a cuerpo ἁ. ἄνθρωπος Theopomp.Com. en Phot.α 3483, ἁ. καὶ φιλοκίνδυνος Alex.Aphr.de An.185.26.
2 adv. -ως temerariamente κἀμοῦ ἁ. ἐμνήσθη D.H.6.59.
Greek Monotonic
ἁψίμᾰχος: -ον (ἅπτομαι, μάχη), τουφεκίδα μάχης, λιανοντούφεκο, ακροβολιστής.