ἀργυρολογία

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρολογία Medium diacritics: ἀργυρολογία Low diacritics: αργυρολογία Capitals: ΑΡΓΥΡΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: argyrología Transliteration B: argyrologia Transliteration C: argyrologia Beta Code: a)rgurologi/a

English (LSJ)

ἡ, levying of money, X.HG1.1.8, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρολογία: ἡ, συλλογὴ χρημάτων, εἴσπραξις χρημάτων, φορολογία, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 8, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
perception d’une contribution.
Étymologie: ἀργυρολόγος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 recaudación de un tributo ᾤχοντο ἐπ' ἀργυρολογίαν ἔξω τοῦ Ἑλλησπόντου X.HG 1.1.8, ἐπ' ἀργυρολογίαν ἐπαναπεπλευκέναι X.HG 4.8.35, τὴν ἀργυρολογίαν ἀνεδέξατο D.C.48.2.2.
2 extorsión de dinero, PBeatty Panop.2.229 (IV d.C.).

Greek Monolingual

η (Α ἀργυρολογία) αργυρολόγος
νεοελλ.
η συγκέντρωση χρημάτων που γίνεται με αναξιοπρέπεια και για ιδιοτελείς σκοπούς
αρχ.
η φορολογία.