ἀμαρεύω
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
(ἀμάρα)
A flow off, Aristaenet. 1.17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμαρεύω: (ἀμάρα) φέρω τὸ ὕδωρ δι’ ἀμάρας πρὸς ἄρδευσιν, διοχετεύω, ἀρδεύω ἢ ἐκρέω, «ἀνὰ τοὺς κήπους», Ἀρισταίν. 1. 17· «ἀμαρεύων, διοδεύων», Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
hacer fluir, canalizar ὕδωρ ἀνὰ τοὺς κήπους Aristaenet.1.17.5, δακρύων ῥοήν Eust.1609.32, cf. Hsch.
Greek Monolingual
ἀμαρεύω (Α)
1. μεταφέρω το νερό με οχετό για άρδευση, αρδεύω
2. αποχετεύω ακάθαρτα νερά με υπόνομο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμάρα.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμάρευμα.