ἀναρθρία

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναρθρία Medium diacritics: ἀναρθρία Low diacritics: αναρθρία Capitals: ΑΝΑΡΘΡΙΑ
Transliteration A: anarthría Transliteration B: anarthria Transliteration C: anarthria Beta Code: a)narqri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A want of vigour, Arist.Pr.894b21.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναρθρία: ἡ, ἀτονία ταῶν ἄρθρων, ἐπὶ εὐνούχων, Ἀριστ. Προβλ. 10. 36, 1.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
debilidad de las articulaciones θηλυκή Arist.Pr.894b21.

Greek Monolingual

(I)
η (Α ἀναρθρία)
νεοελλ.
το να μη μπορεί κάποιος να αρθρώσει κατανοητή ομιλία λόγω νευρικής βλάβης των μυών που συνεργούν στην παραγωγή του προφορικού λόγου
αρχ.
έλλειψη σφρίγους, ατονία.———————— (II)
η (Α ἀναρθρία) ἄναρθρος
νεοελλ.
αδυναμία για άρθρωση κανονικής ομιλίας
αρχ.
αδυναμία μελών του σώματος.